Η μνήμη του υπολογιστή και η δικιά μας έχουν μια ουσιαστική διαφορά. Η μεν ανασύρει απόλυτα: καλείς και σχεδόν πάντα λαμβάνεις επακριβώς το γραμμένο. Η δε, καθώς ανασύρει, φιλτράρει την πληροφορία μέσα απ' όλες τις υπόλοιπες. Εδώ σχεδόν πάντα λαμβάνεις εκδοχές του γραμμένου κι ίσως ποτέ το γραμμένο το ίδιο –κάθε κλήση είναι μια εν δυνάμει νέα ύπαρξη. Αυτό το περίπου περιέχει την ψευδαίσθηση, περιέχει κι όλη τη γοητεία.
Και τι γίνεται όταν η μία (μνήμη) υποκαθιστά μέχρι ενός σημείου την άλλη; Κερδίζονται σιγουριές και χάνονται πιθανότητες. Ή μήπως χάνονται σιγουριές και κερδίζονται πιθανότητες; Κι έτσι κι αλλιώς, είναι πολύ διαφορετικό να φτιάχνεις ανασύροντας από τα μέσα, σε σχέση με το να φτιάχνεις ανατρέχοντας προς τα έξω, ανά πάσα στιγμή. Ως εισαγωγή, λοιπόν, το “Give Life Back To Music” μπορεί να είναι ακόμα ένα γραφικό σύνθημα για τις χαμένες (μουσικές) πατρίδες, μπορεί να είναι κι ένα κάλεσμα.
Εκείνων που δειγμάτισαν τον δρόμο για την καθολική αποδοχή, κι από τότε έχουν επιδοθεί σε σοβαρές προσπάθειες αυτοσαμποτάζ. Το πρώτο δείγμα του Random Access Memories σφηνώνει στο οργιαστικό τέλος του, στον χώρο που αφήνει το υπεργκρούβ των απτών πετσιών –“Contact”, σύναψη. Μέχρι τότε ηλεκτρονική ρετρίλα (σίνθια, vocoders) και φυσικότητα, να φυσάς, να βαράς, να ιδρώνεις εν ολίγοις. Ποιοι είναι αυτοί;
Ποιοι είναι αυτοί οι disco και soft rock ρετρολάγνοι στη θέση των ευγενών house αστρομαχητών; Λένε... Δέχομαι μόνο το δεύτερο μέρος, κι αυτό με προϋποθέσεις. Οι Daft Punk βάζουν τον Moroder –τ' όνομά του είναι Giovanni Giorgio, μα όλοι τον φωνάζουν Giorgio– να αυτοβιογραφείται πάνω σε γκρουβαριστές prog pop συμφωνιέτες. Τον Paul Williams ανάμεσα σε θραύσματα ροκ όπερας και μεγαλειώδους ποπ αλαφρότητας, κατ’ ευθείαν απ' το κοινό κύτταρο των Beatles και των ABBA. Γαργαλάνε ρομποτικά την ίντι τυπικούρα της τραγουδοποιίας του Panda Bear και κολλάνε πυρετούς τον Casablancas των Strokes. Και δεν πιάνω καν τα σουξέ του άλμπουμ και τα βραδινά κυνήγια της τύχης...
Ποιοι; Αυτοί που έφτασαν να επαναλαμβάνουν “Robot Rock” μέχρι να κολλήσεις καλέμι και σφυρί στα μηλίγγια.
Όποιος πει για ντίσκο αφιερώματα και ρετροσπεκτίβες δεν έχει ακούσει, ή τελοσπάντων ακούει για να επαληθεύσει την κουφαμάρα του. Άντε να συμφωνήσουμε πως γενικά οι Daft Punk θα μπορούσαν ακόμα και σ' αυτό το πλαίσιο να γίνουν πιο τολμηροί, να το παίξουν λιγότερο σίγουρα σε πολλά σημεία. Ε και; Αντίθετα με την εντύπωση που έχω για ένα κάρο ανασκαλευτές της ποπ/ροκ ηχογραφίας, δεν σκέφτηκα ούτε για μια στιγμή πως το αυθεντικό επισκιάζει αυτό που ακούω τώρα. Όσα και να θυμίζει... Δεν πρόκειται πότε ν’ ακούσω MJ, Chic ή Fleetwood Mac αντί για το Random Access Memories των Daft Punk.
Υπάρχει μια χρυσή ισορροπία ανάμεσα στο ανασύρω και στο ανατρέχω που λέγαμε. Δεν ξέρω αν εδώ οι Γάλλοι τη βρίσκουν, ξέρω πως αναγνωρίζουν την ύπαρξή και τη σημασία της, αντί να τη θεωρούν αυτονόητη και αυτοκινούμενη από ψευδαισθήσεις ατομικότητας. Και την αναγνωρίζουν με όλη την πυκνή ελαφρότητα ενός μεγάλου ποπ άλμπουμ.
{youtube}5NV6Rdv1a3I{/youtube}