«Από τη στιγμή που η μουσική μου ακούγεται καλά στους ανθρώπους, δεν έχω κανένα πρόβλημα, είμαι ευχαριστημένος, Αλλά ακόμα και να μου πουν ότι είναι χάλια ο δίσκος, πάλι ευχαριστημένος θα είμαι», λέει ο Tim Presley και με αυτό τον τρόπο βρίσκεται ένα σκαλί πιο πάνω προς την κατάκτηση της –δημιουργικής– ελευθερίας του.
Ο Presley, παιδί της Δυτικής Ακτής και με παρέες ανάλογες της μουσικής που ακούει και που παράγει (Thee Oh Sees, Ty Segall), επιστρέφει φέτος με νέο υλικό, παρ’ όλο που κάτι τέτοιο δεν ήταν στο πρόγραμμά του. Ως White Fence είχε αποφασίσει να βγάλει στην αγορά τραγούδια τα οποία είχαν περισσέψει από τα Family Perfume Vol. 1 & 2 ή είχαν ξεμείνει στο συρτάρι από πιο παλιά. Το σχέδιο όμως της συλλογής απορρίφθηκε στην πορεία και τελικά προέκυψε καινούργια συγκομιδή.
Το πλαίσιο κίνησης των ήχων στο Cyclops Reap είναι γνωστό από τα προηγούμενα White Fence άλμπουμ, ιδιαίτερες λοιπόν εκπλήξεις δεν υπάρχουν. Στο προσκήνιο βρίσκονται και πάλι οι γκαραζοπόπ ψυχεδελικές μελωδίες που σε βυθίζουν στη δεκαετία του 1960: Αγγλία του 1967, όταν οι Pink Floyd κυκλοφορούσαν το "Arnold Lane"• κι αργότερα, όταν ο Syd Barrett έγινε το μοναχικό τρελό διαμάντι• όταν οι Yardbirds έπαιζαν σε μικρά κλαμπάκια και ο Jimmy Page ονειρευόταν να έχει τον Keith Moon στα ντραμς• όταν οι Kinks έβαζαν το πρώτο μεταλλικό riff στην κιθάρα. Παράλληλα, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι Velvet Underground ξεκινούσαν τη δική τους ιστορία, πάνω στην οποία περπάτησε πολύς κόσμος. Σήμερα βαδίζει μαζί τους και ο Presley.
Lo-fi διάθεση και παραμορφωμένοι ήχοι (σαν ένας δίσκος που χάνει στροφές), μπόλικο φαζάρισμα από κιθάρες και πλήκτρα, στο παρασκήνιο τα τύμπανα και το μπάσο, διακριτικές λούπες και επαναλαμβανόμενα μοτίβα να ξεδιπλώνονται με DIY αισθητική. Όπως είχε πει και ο Lou Reed, «Πάνω από τρία ακόρντα είναι τζαζ». Μια ρήση η οποία βρίσκει συχνά αντίκρισμα στο Cyclops Reap, αν και ο Presley φροντίζει να εμπλουτίσει αυτά τα ακόρντα με μικρά εμβόλιμα σόλο, τα οποία άλλοτε παραπέμπουν σε πιο country-rock και folk αναφορές κι άλλοτε στις αρμονίες του George Harrison.
Ο κόσμος στα μάτια και στα αυτιά του White Fence μοιάζει λοιπόν με μια ατελείωτη βόλτα σε ένα μελωδικότατο και ιδιαίτερα ηλιόλουστο παρελθόν, σε ένα καλειδοσκόπιο χρωμάτων και γοητείας. Κι έτσι θα πρέπει να ακούσει κανείς και το Cyclops Reap: σαν ένα πέρασμα δηλαδή, όχι απαραίτητα από τη νοσταλγία, αλλά από την ίδια τη μουσική που άνθισε στα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του 1960 στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Μέσα από μια δουλειά που τελικά δίνει την εντύπωση συλλογής, κι ας έκανε ο δημιουργός της τα πάντα για να το αποφύγει...
{youtube}etBex6S8r4g{/youtube}