Τι προσπαθεί ένας αναγνωρισμένης αξίας καλλιτέχνης όταν, μετά από τόσα χρόνια πορείας, ο κόσμος εξακολουθεί να του ζητάει τραγούδια της αρχετυπικής του μπάντας (στη συγκεκριμένη περίπτωση, των Dire Straits); Πόσο μακριά μπορεί να τραβήξει το σκοινί από τη φήμη που πάντα έπεται της όποιας δουλειάς του μετά από ένα επιτυχημένο συγκρότημα; Διότι μη γελιόμαστε. Όταν βγαίνει ο Mark Knopfler στη σκηνή, όλοι περιμένουν να ακουστεί εκείνος ο περίεργα τσίγκινος και την ίδια στιγμή κελαρυστός (και χωρίς πολλά στολίδια) ήχος της Stratocaster του.
Ο Knopfler όμως έχει δείξει στη σόλο πορεία του –ειδικότερα με το (θαυμάσιο) Sailing To Philadelphia του 2000– ότι τον απασχολούν κι άλλα ζητήματα, παρότι ο ηλεκτρικός ήχος παραμένει αγαπημένος φίλος του. Ο προαναφερθείς λ.χ. δίσκος ήταν μια καθαρόαιμη αναφορά στη νουβέλα ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ου αιώνα, του Thomas Pynchon. Καθώς φαίνεται, η ιστορική και ταυτόχρονα πιντσονική φιγούρα του Jeremiah Dixon (που πρωταγωνιστούσε στο Sailing To Philadelphia ως έτερο ήμισυ του Charles Mason) εξακολουθεί να εμπνέει τον Knopfler: ο μέγας αυτός εξερευνητής δείχνει να αποτελεί πρότυπο αναζήτησης, ωθώντας έτσι έναν Άγγλο μουσικό σε καταβύθιση προς τις ρίζες της αμερικάνικης μουσικής. Προσοχή, ωστόσο! Δεν έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που ανακάλυψε στα ύστερα της καριέρας του την τροφοδοσία του αμερικάνικου και αγγλικού ροκ εντ ρολ από τις παραδοσιακές μπλουζ και φολκ φόρμες. Είναι γνωστή η μεγάλη λατρεία του Knopfler για τον Bob Dylan, ενώ και σε δεύτερη ανάγνωση των πρώιμων Dire Straits εντοπίζονται folk καταβολές στη γραφή του και στο παίξιμο της κιθάρας, ειδικότερα μάλιστα το ιρλανδικό χάμουρο αυτών.
Στο Privateering, ο Mark Knopfler μεγαλουργεί με έναν άμεσο και την ίδια στιγμή ταπεινό τρόπο: δεν είναι τυχαία η «ιδιώτευση» του τίτλου. Το φορτηγάκι στην αδρή φωτογραφία στο εξώφυλλο μας δείχνει την παρεμπορική Αμερική, αυτή των κωλοχανείων και των παρηκμασμένων σκεβρότοπων, όπου οι άνθρωποι έχουν ως μοναδικό ίσως μέσο λύτρωσης τη μουσική (όπως παραστατικά απέδειξε και η Fat Possum με τις πρώτων χρόνων κυκλοφορίες της). Εκεί λοιπόν βρίσκουμε τον Mark Knopfler, στο διάσελο όπου ο Leadbelly συναντιέται με τον Mississippi John Hurt και το yodeling δεν αποτελεί φυλετικό αλλά βιωματικό μέσο (όπως στη πραγματικότητα είναι), να αφηγείται ιστορίες δικές του μα και άλλων. Είναι πολλές φορές που θα παρατηρήσετε το πρώτο πρόσωπο στην αφηγηματικότητα των στίχων, όπως και τον παρατηρητή τεκταινόμενων σε άλλες τόσες συνθέσεις.
Δανείζομαι εκφραστική (και δομική) φρασεολογία από το αγαπητό μου Metal Hammer: «πάρε να έχεις» ο ήχος, διότι η ζεστασιά του όπως καταγράφηκε στη μπομπίνα (ο αθεόφοβος τις έβαλε και στο εσωτερικό του δίσκου για να μας τρέξουν τα σάλια) γεμίζει με ισορροπία τα πονεμένα από τραντζιστοριές και ταβανωμένα mastering αυτιά μας. Και μεταξύ μας… Πώς διάολο να αποδώσεις τις επιρροές από τη Νέα Ορλεάνη άμα τα μεσαία και τα ψηλά ξυρίζουν; Αν βέβαια δεν είσαι τουρίστας, ώστε να αντιμετωπίζεις ως μπατονέτα εκσυγχρονισμού την προσθήκη πνευστών (είναι και της μόδας το swing). Θες λοιπόν ζεστό ήχο για να πιάσεις το σανίδι των χαμαιτυπείων και μπορντέλων και να το αφήσεις να γλιστρήσει στο υπογάστριο των συνθέσεών σου χωρίς να τις καθορίζει, αλλά να τις χρωματίζει. Θέλει τέχνη και άποψη. Και ο Knopfler αποδεδειγμένα έχει και από τα δύο.
Και μόνο τυχαιότητα δεν είναι ότι είχα πολύ καιρό να ακούσω σε παρέες μουσικών και μουσικόφιλων να πέφτει ατάκα περί δίσκου και όλοι να συμφωνούν άμεσα με επιδοκιμαστικές φράσεις, τύπου «Ναι ρε συ, λέει ο δίσκος». Κι εκεί βρίσκεται και το νόημα: οι δίσκοι να γίνονται γνωστοί όχι μόνο λόγω promo, αλλά και μέσω του περίφημου talk of the town. Φτιάχνουν έτσι κοινότητα γύρω τους και ο ακροατής νιώθει εκ νέου τη μουσική ως μέσο κοινωνικοποίησης –και όχι το αντίθετο.
Μα διπλός δίσκος; θα πείτε… Από πότε όμως το ουσιαστικό έχει μονάδα μέτρησης χρόνου; θα ανταπαντήσω.
{youtube}VM2IELQilSQ{/youtube}