«Οι Converge αποτελούν το απόλυτο παράδειγμα του πώς θα πρέπει να εξελίσσεται μια μπάντα».

Κι ας μιλήσουμε για τιμιότητα, για ιδρώτα και ανταμοιβή. Το σκληρό ροκ εντ ρολ, εδώ και κάμποσο καιρό και σε μεγάλο μέρος του, ενσωματώνει μια ηθική της εργασίας, προφανώς προσαρμοσμένη στον κώδικά του. Τουτέστιν, σκύψε το κεφάλι, δούλεψε και θα ανταμειφθείς, που λένε και οι Προτεστάντες. Και δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός πως το φαινόμενο χτυπάει κορυφές στην αμερικάνικη επικράτεια. Ούτε ότι μπάντες, κοινό, γραφείς που εμπλέκονται στο κόλπο σχεδόν ανάγουν τη συστηματική κατάθεση εργασίας σε αισθητική ιδιότητα. Αναρωτηθείτε το εξής: ασχέτως πεπραγμένων, πόσες φορές θα χαρακτηριστεί με στόμφο «δουλευταράς» και «τίμιος» κάποιος που καταθέτει χιπ χοπ, electronica, ρεμπέτικα (ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο), και πόσες κάποιος που κατεβάζει ακόρντα δύναμης; Συμπέρασμα: εάν οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας έφτιαχναν μπάντα, αποκλείεται να έπαιζαν κραστ πανκ.

«Είναι περίεργο που τους ακούω τόσο καθαρούς, σα γυαλισμένο metalcore».

Ε, να μην καταγραφεί και η σχετική καθαρολογική γκρίνια; Όπου καθαρολογία, εν προκειμένω, η έλλειψη βρώμας και δυσωδίας στους πόρους του ήχου των Converge στο All We Love We Leave Behind. Αλλά όχι και βερνικωμένο metalcore ντε… Hardcore κανονικότατο στους καιρούς της πτώσης των τειχών, της γραμμής των Refused, συν κάποια στραβοκοιτάγματα που στις μέρες μας πρέπει να είσαι αισθητικά κουφός για να τ’ «αποφύγεις». Τον δε Kurt Ballou πεσ’ τον ό,τι θες, κουφό πάντως δεν τον λες ούτε με φυσίγγια για αγριογούρουνο.  

«Το “Coral Blue” θυμίζει Baroness. Πολύ».

Και Billy Idol, και λοιπόν; Το εν λόγω σλαντζοκόρ ερπετοειδές, εξοπλισμένο με μηχανισμό πτήσης, κατοικοεδρεύει στα  δύο τρίτα πάνω του All We Love We Leave Behind. Το σουξέ, το κροσ-όβερ όχημα, το πρόσφορο σημείο οπαδικής έριδας, διαλέγεις και παίρνεις. Δοθείσης της ευκαιρίας, μακάρι το φετινό Baroness να μας επιφύλασσε  έστω και τόσο δα από “Coral Blue”.  

«Λατρεύω την παρ’ τα οδό προς την εγκεφαλικότητα που διαλέγουν οι Converge. Έτσι ακούγονται οι πραγματικά ελεύθερες μπάντες».

Προσπερνώ τα περί ελευθερίας (πραγματικής;) ως μαθηματικά βέβαιη κουτουλιά σε μαντρότοιχο και κατόπιν της δισκογραφικής κατάθεσης τούτης τοποθετώ στο μυαλό μου τους Converge πλάι στους Refused και στους Dillinger Escape Plan, των οποίων μέχρι τώρα υπολείπονταν ελαφρώς μα και εμφανώς. Διαθέτουν πλέον φουσκωμένη τραγουδιστική φλέβα ανάλογης διαμέτρου, αλλά κι εκείνη τη σπάνια ικανότητα να τα ρίχνουν με φουλ ταχυδύναμη και χαοτική ευκρίνεια. Τουτέστιν, εκεί που το ένα σου ημισφαίριο αντιλαμβάνεται το ολοκληρωτικό «παρ’ τα στο κεφάλι» τους, την ίδια στιγμή το άλλο (ημισφαίριο) μπορεί να λειτουργεί σε αργή κίνηση και να επεξεργάζεται κάθε λεπτομέρεια του κακού χαμού σε μορφή ήχου. Κάθε δευτερόλεπτο, σε κάθε συγχώνευση του γενικού με το ειδικό, πώρωση κι ευδαιμονία. Πόσοι μπορούν να το προκαλέσουν αυτό στους ανθρώπους;

«Δεν είπαμε να το βουλώσεις; Σε 1-2 ώρες θα είμαι στην πόρτα σου με κάτι καύλες στο μέγεθος του Τέξας. Είσαι δικός μου, bitch».

Μετά από επανειλημμένα αρνητικά σχόλια συγκεκριμένου πληκτρομαχητή. Φτηνό, αισχρό, ξετσίπωτο, μα και σημειολογικά δίκαιο στα πλαίσια μιας τέτοιας ροκ εντ ρολ αποχύμωσης, η οποία κόβει κώλους και παίρνει ονόματα. Πρώτον, επειδή τελικά περί ροκ εντ ρολ πρόκειται και δεύτερον γιατί το Τέξας όσο και να το κάνεις είναι θρυλικό, είναι και μεγάλο.

«Το Jane Doe θα είναι πάντα εκεί πάνω, αλλά νομίζω πως τούτο βάζει κάτω τα No Heroes και Axe To Fall».

Για το δεύτερο σκέλος δεν τίθεται καν θέμα, για το πρώτο οι απόψεις ήδη διίστανται...

Υ.Γ.: τα σχόλια απ’ το στρίμινγκ του All We Love We Leave Behind στο YouTube, ελαφρώς προσαρμοσμένα για τις ανάγκες του κειμένου.

{youtube}NIQ0VKTjRhw{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured