Σε αντίθεση με αλήστου μνήμης κριτική σε ελληνικό έντυπο όταν εκδόθηκε το Working On A Dream (2009), το προαναφερθέν 16ο στουντιακό πόνημα του Bruce Springsteen όχι μόνο δεν ήταν «ροκ της εμμηνόπαυσης», αλλά μια κατάθεση γεμάτη συναίσθημα και με μια ρεαλιστική ματιά πάνω στην κοινωνία των Η.Π.Α. –με τη σπάνια και ακέραια εκείνη οπτική με την οποία ο Αμερικανός έχει κερδίσει την εκτίμηση του κοινού.
Το καινούργιο Wrecking Ball δεν υπολείπεται στον τομέα αυτόν. Ουδόλως. Μπορεί αυτή τη φορά η στιχουργική ματιά να πέφτει με μοιρογνωμόνιο τη μνήμη ως δεξαμενή ιδεών (σε αντίθεση με το Working Οn Α Dream, όπου το παρόν είχε το πάνω χέρι) αλλά σε καμία περίπτωση δεν χάνει ο Springsteen ό,τι τον έχει, αν όχι καθαγιάσει, στα σίγουρα καταστήσει αρεστό στον μέσο Αμερικανό. Τουτέστιν, την αμεσότητα με την οποία προσεγγίζει ζητήματα της καθημερινότητας –είτε πρόκειται για τις υποθήκες-θηλιές, είτε για τον θάνατο της αξιοπρέπειας στα απέραντα εμπορικά κέντρα, είτε ακόμα και για την αλλαγή χωροταξίας στις παραδοσιακά λαϊκές γειτονιές της Νέας Υόρκης.
Το διαφορετικό στον νέο δίσκο του Springsteen έγκειται σε 3 τομείς. Κατ’ αρχήν στη διαπραγμάτευση της παρακαταθήκης της Μαύρης κουλτούρας: το gospel, σαν σαφής αναφορά, μπαίνει για πρώτη φορά με τόσο αδιάλλακτο τρόπο μέσα στα τραγούδια του. Κάτι τέτοιο έχει να κάνει με την πασίδηλη προσπάθεια του Springsteen να συμπεριλάβει όλα τα στοιχεία που τροφοδότησαν την παράδοση του rock ‘n’ roll όπως το βίωσε εκείνος στα μικράτα του –το είδαμε και πριν από λίγα χρόνια, με το απολαυστικό σε σημεία We Shall Overcome: The Seeger Sessions (2006). Ο Springsteen κάνει λοιπόν σούμα της μουσικής του πορείας και την ίδια στιγμή προσπαθεί να συνθέσει την ενιαία αμερικάνικη εικόνα (αυτό είναι μόνιμο κόλλημα του), επιτυγχάνοντας τη σύζευξη της παράδοσης με τη δική του προσωπική υπογραφή. Έτσι, οι ιρλανδέζικες ρίζες, το Μαύρο στοιχείο και το New Jersey συγκροτούν στιγμές όπου νομίζεις ότι ακούς νέες εκτελέσεις στο “Yankee Doodle” –το όμορφο αυτό πατριωτικό τραγούδι, μια γεμάτη αυτοπεποίθηση αποτίμηση του Πολέμου της Ανεξαρτησίας ενάντια στη Βρετανική Αυτοκρατορία. Ο Springsteen δεν προσπαθεί βέβαια να φανεί πιο πατριώτης από αυτό που έχει καταδείξει ως τώρα. Απλά επισημαίνει τις πολιτισμικές ομορφιές του τόπου του, προσπαθώντας να εμφυσήσει πίστη και ενότητα σε δύσκολες στιγμές.
Το δεύτερο στοιχείο διαφοροποίησης του Wrecking Ball εντοπίζεται στον ήχο. Η προσθήκη πνευστών και εγχόρδων έχει απαντηθεί ξανά σε δίσκο του Springsteen, εντούτοις εδώ ο Ron Aniello πρέπει να έβαλε τα πολύ δυνατά του ώστε να συνταιριάξει τα πάντα. Γιατί με το μπάντζο στο δεξί ηχείο και με τη New York Chamber Consort στο άλλο, δεν είναι εύκολα τα πράγματα... Και δεν είναι τυχαίο ότι επιλέχθηκε ο Aniello για τη συγκεκριμένη δουλειά. Ο κύριος αυτός έχει περγαμηνές σε δίσκους με φάσμα που αφορά κυρίως το αμερικάνικο αυτί –όχι τόσο λόγω εμπορικότητας, όσο λόγω του μεγάλου ήχου που φτιάχνει, χωρίς όμως να οδηγεί σε γωνίες. Τα έγχορδα λοιπόν και τα πνευστά (πρέπει να είναι ο δίσκος του Springsteen με τη μεγαλύτερη συμμετοχή session μουσικών στη δισκογραφία του), ενώ ποτέ δεν έρχονται σε σύγκρουση λόγω της μαστοριάς του Aniello, παράγουν μία μάζα ήχου που δεν έχουμε συνηθίσει να υπάρχει πίσω από τον Springsteen. Κι ενώ έχουμε συνήθως την εντύπωση ότι τραγουδάει καρφωμένος πάνω στο μικρόφωνο, με τις κιθάρες και τα τύμπανα ολόγυρά του, εδώ τον ακούμε να τραγουδάει πάνω στην εν λόγω μάζα.
Το τρίτο και τελευταίο στοιχείο, αφορά στην έννοια «σύνθεση». Σε άμεση συνδεσμολογία με τον πρώτο λόγο που ανέφερα παραπάνω, ο Springsteen του Wrecking Ball δεν διηγείται τις γνωστές μπαλάντες του, ούτε έχει τα δυνατά ροκ τραγούδια που τον έχουν κάνει τόσο αγαπητό. Νομίζω δηλαδή ότι άφησε λίγο πίσω τη σύνθεση, όπως τη γνωρίζουμε από τον ίδιο, δίνοντας –πολύ λογικά– μεγάλο χώρο στις ενορχηστρώσεις. Φαίνεται άλλωστε ακόμα και στη μίξη, όπου γίνεται προσπάθεια να αναδειχθεί κάθε χορδή ή φύσημα το οποίο έχει παιχτεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το “This Depression”, που θα μπορούσε να αποτελεί τυπικότατο παράδειγμα μιας mid-tempo απολογητικής μπαλάντας, αν δεν ακούγαμε κάπου στη μέση τα παιχνιδίσματα γυναικείων φωνών. Αυτό φυσικά και δεν συνιστά πλην, καθιστά όμως το Wrecking Ball ένα ενδιαφέρον πείραμα, στο οποίο ο ήχος και η τακτοποίηση των οργάνων απέκτησε σημασία μεγαλύτερη από την ίδια τη σειρά των ακόρντων. Εξ ου και η βαθμολογία μου με 6 στα 10.
Να σημειώσουμε επίσης το ένθετο του δίσκου, στο οποίο ο κώδικας της φωτογράφησης του καλλιτέχνη εκφέρει έναν Springsteen ιδιότυπα ηρωικό, σημάδι ότι επιθυμεί να χτίσει με ακόμα στιβαρότερο τρόπο τον μύθο του, απόλυτα συνειδητά μα και με συναίσθηση της παρουσίας του στην αμερικάνικη μουσική ιστορία. Αυτό είναι άλλωστε ο Springsteen, κι όχι απλώς ένας δυναμικός rocker. Και ακριβώς επειδή η δοτικότητα και υπευθυνότητά του είναι πασιφανής, γίνεται απόλυτα σεβαστή η πάγια περασιά ναρκισσισμού που τον διακρίνει.
Τελευταία σημείωση, αλλά καθόλου ήσσονος σημασίας: είναι συγκινητικός ο τρόπος που έγγραφα αποχαιρετά ο Springsteen τον σαξοφωνίστα του, Clarence Clemmons. Ουσιαστικός και λιτός, όπως αρμόζει στις πραγματικές φιλίες.
{youtube}-x8zBzxCwsM{/youtube}