Ο βατός δρόμος για να περπατήσεις στο deluxe «αμερικάνικο όνειρο» της Lana Del Rey είναι κι ο πιο ανώδυνος, να μιλήσεις για όλους κι όλα γύρω της εκτός απ’ την ίδια. Εξάλλου, πολλά έχουν αποκτήσει ρόλο στη σύγχρονη ζωή των ανθρώπων. Ένα είναι κι η συνείδηση πως «οι καιροί αλλάζουν», όπως το ’λεγε κι ο Bob Dylan. Αν το θυμάστε, προεκτείνετέ το, οι καιροί έγιναν πια αδιανόητα μπερδεμένοι, αντιφατικοί κι οξύμωροι. Ομοίως και το σύγχρονο ποπ σταρ σίστεμ στέκεται τόσο απρόσωπο όσο ποτέ, και κανένας και για τίποτα, κυρίως σήμερα, δεν αποδέχεται την ευθύνη για ό,τι μη αστραφτερό έχει εντός του.
Επομένως, για μια αισιόδοξη αρχή καλός είναι κι ο δανεισμός απ’ τον βρετανικό Guardian, που αναφέρθηκε απλά στη «…σταρ που ξανάγραψε το παρελθόν της». Με εκ των υστέρων γνώση βεβαίως, καθότι βλέποντας κάποιο απ’ τα βίντεο της Lizzy Grant στο YouTube, η εικόνα της απείχε πολύ απ’ το σταριλίκι της Del Rey. Η Grant απέτυχε, η Lana Del Rey κέρδισε, το βαφτιστικό χρησίμευσε μονάχα στις υπογραφές συμβολαίων και συνθέσεων εδώ…
Στις εποχές μας, το μουσικό Χόλλιγουντ ποντάρει εξίσου με παλιά στην εικόνα και τη λάμψη, σε μια εν πολλοίς προκαθορισμένη αξία τύπου καρτ ποστάλ και αφισών τοίχου. Τώρα, εντούτοις, επενδύει περισσότερο στις αντιθέσεις και στο ετερόκλητο, σε διαφωνίες που τροφοδοτούν χωρίς τελειωμό το παρασκήνιο που πιθανόν ο κάθε καλλιτέχνης δεν είναι σε θέση να ελέγξει και προτιμά να κανακεύει. Η περίπτωση της Del Rey κατ’ ουσία δεν διαφέρει. Είναι νέα, ομορφούλα, με λουκ έφηβης Nancy Sinatra που γράφει πείθοντας (και πείθει γράφοντας), κατάγεται απ’ τη Νέα Υόρκη, δίνοντας καθαυτό το δικαίωμα σε μάνατζερ να εγκρίνουν φωτογραφήσεις σαν του “Lovecat”, με τα διαμάντια στο στόμα, σε σχολιαστές να μιλούν για τη χειρότερη εμφάνιση στο Saturday Night Live και σε εταιρειάρχες να δηλώνουν ότι έχει γράψει κομμάτια που φτάνουν για τρεις καινούργιους δίσκους. Όλα θα μπορούσαν να ’ναι ψέματα. Όλα θα μπορούσαν να ’ναι αλήθειες. Αλλά κανένας δεν ενδιαφέρεται ούτε για το ένα ούτε για το άλλο, παρά μονάχα για την είδηση. Κι όταν αυτή δεν υπάρχει από φυσικού της, κατασκευάζεται.
Εκ πρώτης όψεως, το Born To Die είναι ένα χαρακτηριστικά αμερικάνικο μέινστριμ άλμπουμ, το οποίο ξεκινά με έμφαση, προχωράει αργά και γνωρίζεις ότι στην πορεία μπορεί να χαλάσει ή να παραγίνει απαθές. Το κοντράλτο της Lana Del Rey δείχνει αρκετές φορές να εκτιμά την περαστική ιδέα, να επιλέγει ρυθμικά σχήματα, να χρυσώνει πίσω απ’ τα φλας μια μελαγχολία που το κάνει ν’ ακούγεται απροστάτευτο, να διαρρέει μέσα από μικρές ρωγμές την αδυναμία μιας ανωριμότητας. Υπάρχουν κομμάτια που ’ναι πραγματικά εξαιρετικά (“Born To Die”, “Video Games”) κι αρκετά άλλα που δεν πηγαίνουν πουθενά, λες και δεν αφέθηκαν ελεύθερα μα τοποθετήθηκαν εξαρχής εντός στενών πλαισίων κι επιταγών. Αυτό ακριβώς, ωστόσο, είναι κι η ανθρώπινη πλευρά σε μια αδυσώπητη βιομηχανία, κάνοντάς μας να υποψιαζόμαστε πως μακριά απ’ τα λεφτά του μπαμπά και τα αυτόγραφα, στα καμαρίνια, ίσως η εικόνα να μη μένει απαστράπτουσα και η αίγλη της να φεύγει μαζί με το μέικ-απ.
Το γεγονός ότι η φωνή είναι πιο μπροστά απ’ οτιδήποτε άλλο στη μίξη, παραμερίζεται χωρίς δυσκολία, έχει το χρώμα που θ’ αρέσει κι η επιλογή μάλλον έγινε μ’ αυτό ως δεδομένο. Το ότι η προοπτική είναι γενικώς αισιόδοξη, δεν απαιτεί περαιτέρω τοποθέτηση, μόνον τέτοια ταιριάζει σε μια 26χρονη, είτε έχει είτε όχι το νευρώδες όπως το ερμηνεύουν τα λεξικά. Το ότι ο Damon Alban προσέτρεξε για ριμίξερ, δεν είναι είδηση σημασίας αν και το συνηθίζει λιγότερο από άλλους…
Τελικά, δεν είναι και σίγουρο πως συντρέχουν οι αναγκαίοι λόγοι για να απολαύσεις το Born To Die ως άλμπουμ στο σύνολό του. Αλλά, αν μπορείς ν’ ακούς ανεπηρέαστα, αν δεν ξεχνάς την παροιμία με τα κεράσια και το καλάθι και αν γνωρίζεις ότι υπήρξε κάποτε η εποχή του Smash Hits και της Μανίνα μα απέχει έτη φωτός απ’ την τωρινή, ίσως διασκεδάσεις με το τρίπτυχο: κλεψιμαίικες επωδοί, καραόκε και κοριτσίστικοι στίχοι. Αυξάνοντας και τις ελπίδες να βρίσκεις την άκρη κι όταν θα σβήσουν τα πολλά φώτα κι οι πικρόχολες εξυπνάδες.