Μπορεί ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα να εμφανίστηκαν ως ήρωες του Σαίξπηρ το 1595, όμως το ζήτημα της αγάπης και των ανθρώπων που ερωτεύονται επανέρχεται πάντα σαν θέμα στην τέχνη, σε κάθε εποχή. Και όσο πιο προβληματική είναι μια τέτοια κατάσταση, τόση περισσότερη τροφή για δημιουργία παρέχει.

Από τα μέσα των 2000s και μετά ο Wily Vlautin, τραγουδιστής και ηγέτης των Richmond Fontaine, ασχολείται –εκτός από τη μουσική– και με τη συγγραφή, και μάλιστα με αρκετή επιτυχία: τα μυθιστορήματά του έχουν τύχει ιδιαίτερα θερμής υποδοχής από αρκετούς βιβλιοκριτικούς, ενώ ένα από αυτά ετοιμάζεται να μεταφερθεί και στον κινηματογράφο (μέσα στο 2012). Με αυτά τα δεδομένα δεν είναι καθόλου παράξενο που η μπάντα από το Όρεγκον αποφάσισε να ηχογραφήσει τον καινούργιο, 10ο δίσκο της με το σκεπτικό μιας μουσικής νουβέλας.

Το High Country των Richmond Fontaine περιέχει λοιπόν τραγούδια που γεννήθηκαν για να ντύσουν μουσικά μια ιστορία έρωτα, η οποία έχει προηγουμένως  καταγραφεί από την πένα του Vlautin. Την ιστορία δύο ανθρώπων που βιώνουν την εφιαλτική στατική καθημερινότητα μιας κωμόπολης στα δάση του Όρεγκον, η οποία μοιάζει να βρίσκεται στη μέση του πουθενά –όπως και οι κάτοικοί της. Βρίσκονται κι εκείνοι στη μέση του πουθενά με τις ξεχασμένες ζωές τους, παρίες και εκδιωγμένοι από την ιδέα μιας καλύτερης διαβίωσης. Το μόνο που αλλάζει είναι οι ρόλοι θύτη και θύματος.

Η ρουτίνα σε μια τέτοια επαρχιακή πόλη –όπου οι περισσότεροι εργάζονται για το μεροκάματο ως υλοτόμοι στο δάσος και το βράδυ ο μισθός τους γίνεται άφθονη μπύρα στο μοναδικό μπαρ της περιοχής– μπορεί για καιρό να κρύβει επιμελώς όλες τις δυσλειτουργικές σχέσεις, όσες συντηρούν τα κουφάρια μιας ζωής μέσα τους, μαζί με μπόλικη απόγνωση και οργή για το τρένο που έχει πλέον χαθεί. Αυτή η επανάληψη όμως κάποτε σπάει και συνήθως κάτι τέτοιο γίνεται με βιαιότητα. Με τρόπο βουβό κι εκρηκτικό ταυτόχρονα.

Εδώ συναντάμε λοιπόν την ιστορία του μηχανικού που ερωτεύεται μια κοπέλα η οποία δουλεύει σαν ταμίας σε ένα κατάστημα με ανταλλακτικά αυτοκινήτων. Ένας έρωτας δυσλειτουργικός, με μπόλικες δόσεις παρακμής και απελπισίας, που μένει κρυφός από την τοπική κοινωνία μέχρις ότου το έγκλημα να δώσει τη λύση του δράματος. Όπως και στο We Used To Think The Freeway Sounded Like A River (2009), έτσι κι εδώ οι Richmond Fontaine παρουσιάζουν μια ζωή έρημη, γεμάτη μοναξιά. Μόνο που στο προηγούμενο άλμπουμ οι ιστορίες δεν είχαν πρωταγωνιστές μόνο δύο ανθρώπους και τον περίγυρό τους, αλλά πολλά πρόσωπα, πολλές διαφορετικές ζωές που τις συνέδεε το συναίσθημα της παρακμής και της διάλυσης. Χρησιμοποιώντας λοιπόν την ίδια ιδέα, ο Vlautin στήνει στο High Country το σκηνικό μιας παρόμοιας ταινίας η οποία απαιτεί όλη την συγκέντρωση του ακροατή, αφού ξεκινάει να προβάλλεται στο μυαλό του από την πρώτη κιόλας νότα.

Η φωνή της Deborah Kelly (The Damnations) ξεκινά να αφηγείται την ιστορία ενώ τη συνοδεύουν απαλά –σχεδόν σερνάμενα– τα ντράμς, ένα τρεμάμενο τσέλο και μερικές διακριτικές συγχορδίες στην ακουστική κιθάρα. Στο καπάκι έρχεται ένα σκοτεινό θρηνητικό instrumental μέρος, με απόκοσμα γυναικεία φωνητικά και κάποια ακουστικά riffs να μας οδηγούν μέσα στην ομίχλη του δάσους. Ηλεκτρικές και ακουστικές κιθάρες γλιστράνε κατόπιν απαλά και βαριά σε folk και garage μονοπάτια μέχρι τη βασανιστική κορύφωση, μπαλάντες γεμάτες pedal steel αποχρώσεις και ριπές από ακορντεόν σκιαγραφούν το τοπίο, τα ντραμς μένουν συνήθως σε αργό τέμπο με την υπόγεια κλιμακούμενη ένταση να ξεσπάει ξαφνικά σαν μπόρα, ενώ το τσέλο υποβόσκει απειλητικά, δίνοντας έμφαση στις σκηνές του μελοδράματος με έναν τρόπο που μοιάζει όντως κινηματογραφικός, κόντρα στο γνωστέ κλισέ.

Ο Vautin και η Kelly μοιράζονται τα φωνητικά κι έχουν αναλάβει εδώ κάτι περισσότερο από τον ρόλο του ανθρώπου που τραγουδά ή απαγγέλλει: και οι δύο δείχνουν να ταυτίζονται πλήρως με τους πρωταγωνιστές αλλά και με τον ρόλο των αφηγητών, όπου τα πάνε περίφημα. Υπάρχουν και έξι οργανικά μέρη στο άλμπουμ, άλλοτε σκοτεινά και άλλοτε ηλιόλουστα, τα οποία λειτουργούν καταλυτικά στη ροή. Ο ρυθμός δίνεται επίσης με εμβόλιμα αποσπάσματα από ραδιοφωνικές εκπομπές κατά τη διάρκεια μιας βόλτας με αυτοκίνητο, καθώς και με τους ήχους του δρόμου (και της κωμόπολης γενικότερα), όπως και με τον εσωτερικό μονόλογο των πρωταγωνιστών και με τους διαλόγους, που φθάνουν στον ακροατή τόσο με τραγούδι όσο και με την απαγγελία. Έτσι, με πρώτη ύλη έναν αδιέξοδο και αιματοβαμμένο έρωτα, οι Richmond Fontaine φτιάχνουν στο High Country ένα σφιχτό μουσικό πλαίσιο γύρω από μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, τηρώντας καλές ισορροπίες και φροντίζοντας για μια άρτια παραγωγή.

Ωστόσο, μιλάμε πάντα για έναν concept δίσκο και –ακόμα πιο ειδικά– για έναν δίσκο που μοιάζει να περιχαρακώνεται στον ρυθμό και στα στενά όρια μιας ιστορίας κινηματογραφικών διαστάσεων. Γι’ αυτό άλλωστε και βρίσκουμε ελάχιστα τραγούδια τα οποία μπορούν να σταθούν αποσπασμένα από το σύνολο. Επιπλέον, ο ακροατής καλείται να δώσει όλη του την προσοχή για να καταφέρει να μπει στο πνεύμα της  ιστορίας, αλλιώς έχει χαθεί, πράγμα που λειτουργεί τελικά σε βάρος της δουλειάς. Με αυτά τα δεδομένα, το High Country δίνει περισσότερο την εντύπωση ενός καλοδουλεμένου soundtrack, παρά ενός άλμπουμ, ενώ δύσκολα θα ελκύσει το ευρύ κοινό για περισσότερες από μία ακροάσεις.


 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured