Ο Leonard Cohen (προφέρεται Κόεν, ας το πούμε κι αυτό επιτέλους) συχνά κακοπαθαίνει στις κριτικές αποτιμήσεις στην Ελλάδα. Οι δίσκοι του γίνονται πεδίο μιας παραληρηματικής συναισθηματικότητας, με τον χι/ψι γραφιά να αρχίζει να μας λέει ιστορίες από τα σώψυχά του, καταλήγοντας στο πόσο τον έχει «στιγματίσει» και «συγκλονίσει» ο καλλιτέχνης. Ενδιάμεσα, έχουν παρελάσει και κάποιοι τίτλοι νέων τραγουδιών συνοδεία μιας αρμαθιάς επιθέτων, τύπου «σαγηνευτικός», «ακαταμάχητος», «μελαγχολικός» και άλλα τέτοια κουραφέξαλα. Για τη δε βαθμολογία, όταν μπαίνει, ας μην το συζητήσω καλύτερα.
Τη στάση αυτή δεν την καταλαβαίνω γενικά –γιατί ακυρώνει τον όποιο διάλογο στη βάση μιας σθεναρής υποκειμενικής προτίμησης– τη βρίσκω δε ακόμα πιο ενοχλητική όταν εφαρμόζεται σε καλλιτέχνες που κι εγώ αγαπώ, στο όνομα μάλιστα αυτής της αγάπης. Ειδικά σε έναν δίσκο σαν το Old Ideas καμία υπηρεσία άξια λόγου δεν μπορείς να προσφέρεις έτσι: ο δημιουργός του είναι 77 ετών και βγάζει δίσκους από το 1967. Διαφορετικές γενιές έχουν λοιπόν διαφορετική σχέση μαζί του και –στην τομή του 2012– ο Καναδός τραγουδοποιός μπορεί να φαντάζει τόσο ως εμβληματική φιγούρα, όσο και ως ένας γέρος από το παρελθόν, ο οποίος βγάζει ακόμα δίσκους και συγκινεί τη μάνα σου (αν υποθέσουμε ότι η μάνα σου έχει ροκ παρελθόν).
Ως έναν βαθμό, ο Cohen είναι όντως ένας γέρος που απευθύνεται σε ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας. Δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν 20άρη του σήμερα που θα βάλει το Old Ideas να παίξει και θα πάθει λαλά. Δεν φταίει ο 20άρης, δεν γίνεται. Κι αυτό γιατί μιλάμε για έναν δίσκο ο οποίος –όπως και σχεδόν κάθε δουλειά του Καναδού– δεν είναι μεμονωμένη υπόθεση, μα ο 12ος κρίκος στην αλυσίδα της καριέρας του. Και ο Leonard Cohen, αν και γνωρίζει τα μυστικά του πανανθρώπινου και του διαχρονικού, δεν μιλάει ποτέ γενικά: μιλάει πάντα για τη ζωή, για τον έρωτα και γι’ αυτό που μας τρομάζει όλους, από το μετερίζι της ηλικίας όπου βρίσκεται κάθε φορά.
Επίσης, μιλάει πάντα περισσότερο μέσω των στίχων και των ερμηνειών του, παρά με τις μουσικές του. Χρειάζεται λοιπόν μια μεγαλύτερη ηλικιακή και συναισθηματική ωριμότητα για να τον προσεγγίσεις: χρειάζεται γνώση ότι αυτός ο άνθρωπος βρισκόταν τότε εκεί, πιο πέρα εκεί, τώρα εδώ, προκειμένου να παρακολουθήσεις τι κάνει στο Old Ideas και να αποφασίσεις για το πόσο το εκτιμάς, πόσο το καταλαβαίνεις, πόσο σε αφορά σήμερα και πόσο μπορεί να σε αφορά αύριο, μεθαύριο. Όπως και κάθε άλλος δίσκος του, έτσι και το Old Ideas αφήνει πράγματα ανοιχτά, να τα κρίνει ο χρόνος.
Εδώ που στέκομαι ακούω έναν δίσκο καλό μα άνισο, με ορισμένες λαμπρές εκλάμψεις και με κάποια πιο μέτρια τραγούδια, που ίσως και να έχουν ενδιαφέροντες στίχους μα ως πακέτο –ως σημεία δηλαδή συνάντησης της ποίησης με τη μουσική και με τη λεκτική εκφορά– δεν σπιθίζουν. Μου αρκεί βέβαια ότι ακούω έναν ακόμα αξιόλογο δίσκο από τον Leonard Cohen, ενώ ξέρω ότι πρέπει να φυλάω και μια πισινή: η ανάγνωσή μου στα τραγούδια του μπορεί να αλλάξει και ό,τι σήμερα ηχεί μέτριο αύριο ίσως να μου ξυπνά συγκινήσεις τις οποίες δεν φανταζόμουν. Από την άλλη, το δίδαγμα των καιρών λέει πως ό,τι σου ακούγεται σήμερα θελκτικό από τον Cohen, μάλλον δεν θα πάψει ποτέ να σε θέλγει. Το “Crazy To Love You”, το “Darkness” και το “Show Me The Place” είναι τρεις τέτοιες περιπτώσεις: τρία τραγούδια με folk ψυχή, το συναισθηματικό απόσταγμα των οποίων μοιάζει με ουίσκι προσεκτικά ωριμασμένο για χρόνια.
Ο Leonard Cohen μπορεί να μην βγάζει έναν από τους καλύτερους δίσκους του, κάνει όμως αυτό που απλά δεν μπορεί να σταματήσει να κάνει και το κάνει ωραία. Δεν κομίζει καμία γλαύκα και καινοτομία και τα ψιθυριστά του λόγια δεν κρύβουν τον χρόνο, ούτε τις ρυτίδες που έχει φέρει το πέρασμά του. Στο Old Ideas ατενίζει τη ζωή με διάφορες οπτικές γωνίες και εμμονές –τις γνωστές– το πρίσμα όμως του τέλους της διαδρομής φαντάζει τώρα ακόμα πιο κυρίαρχο.
Αν τον αγαπάς τον Cohen, δεν θα βρεις λοιπόν τίποτα το «πανέμορφο» (και άλλα επίθετα) στον στίχο-κλειδί «I got no future, my days are few». Θα στεναχωρηθείς στη σκέψη ότι μπορεί όντως να χάσεις όπου να ’ναι έναν τόσο αγαπημένο τροβαδούρο, θα αισθανθείς αμήχανα, θα αναλογιστείς τον θάνατο ως βιωμένη απώλεια αγαπημένων προσώπων, όμως μη μου πεις ότι μπορείς να συναισθανθείς τι λέει. Ευχήσου να είσαι καλά και να φτάσεις κι εσύ στο φάσμα της όγδοης δεκαετίας και τότε θα τα ξαναπούμε για την αληθινή δυναμική αυτού του στίχου. Όταν πια θα μπορείς να κρίνεις την ισορροπία σοφίας, γαλήνης, τρόμου και συμβιβασμένης προσμονής που αποπνέει η γραφή και η ερμηνεία του Cohen εδώ –και, κατ’ αναλογία, σε όλο το Old Ideas– υπό το πρίσμα της δικής σου επικείμενης απώλειας.