Ο μόνος λόγος για τον οποίο ενίσταμαι όσον αφορά το νέο άλμπουμ του Oneohtrix Point Never, είναι ο τίτλος του: Replica. Η επιλογή έχει ίσως να κάνει με τα πολλά samples-in-loops που περιέχονται σε αυτό και προέρχονται (κυρίως) από διαφημιστικά σποτ της δεκαετίας του 1980. Κατά τ’ άλλα, όμως, το νέο άλμπουμ του Daniel Lopatin μπορεί και να περιγραφεί ως μοναδικό, όσο κλισέ κι αν ηχεί ένα τέτοιο επίθετο.
Πειραματικό και εσκεμμένα συνθετικό, το Replica διαχωρίζει τη θέση του από το σύνολο των δίσκων του είδους του. Η κομπιουτερίστικη αισθητική του μπορεί να ξενίσει –ίσως και να φανεί αστεία– μα είναι ουσιωδώς παιχνιδιάρικη παρά την αιθέρια, σκοτεινή επιφάνεια της δουλειάς. Στην ουσία εδώ έχουμε να κάνουμε με μία μίξη δειγμάτων από φωνές και όργανα, τα οποία λουπάρονται δημιουργώντας μικροσκοπικά μοτίβα (στη λογική: κόλλησε το CD) πάνω σε ένα μινιμαλιστικό χαλί μακρόσυρτων synthesized –και συχνά harmonized– νότων. Τα “Power Of Persuasion”, “Sleep Dealer”, “Nassau” και“Child Soldier” συμπυκνώνουν αυτή την αισθητική που κάνει το Replica τόσο ξεχωριστό.
Αλλά ο Oneohtrix Point Never μας επιφυλάσσει και εκπλήξεις. Είναι στιγμές ας πούμε που γυρνάει πλάτη στις δημιουργίες του και μας κλείνει το μάτι, αλλάζοντας ηχητική κατεύθυνση χωρίς περιστροφές και γκρεμίζοντας τις υποκριτικές, ενίοτε ανούσιες, μουσικές γέφυρες –όσες δεν έχουν θέση σε ένα άλμπουμ σαν κι αυτό. Κι όμως, το αποτέλεσμα συνεχίζει να ακούγεται σαν το αυτονόητο που έπρεπε να πραχθεί από μεριάς του Αμερικανού. Ακούστε π.χ. τα “Andro” και “Up”: η φυσικότητα με την οποία παρουσιάζονται οι αλλαγές αυτές παραξενεύει ευχάριστα και –δεδομένης της χρονικής διάρκειας των κομματιών (μετά βίας τέσσερα λεπτά έκαστο)– τις μετατρέπει σε άλλη μία μικρή νίκη του Replica έναντι των ηχητικών καλουπιών.
Το μουσικό μέτρο είναι υπαρκτό και ο ρυθμός κυρίαρχος (μία ακόμα έκπληξη), αφού η συχνότητα επανάληψης της εκάστοτε λούπας είναι τακτή, δοσμένη με όρους ενός συμβατικού μουσικού κομματιού, τεντώνοντας τα αυτιά μας δεξιά-αριστερά στην ευρεία στερεοφωνία του άλμπουμ. Οι μελωδίες δηλώνουν κι εκείνες το παρών. Απλές και ουσιαστικές (όπως αυτές του “Explain”, οι οποίες θυμίζουν τη μουσική αθωότητα του Tonepoem), υποβάλλονται σε τονικές μετατοπίσεις: άλλοτε απροκάλυπτα, ανεβοκατεβαίνοντας νότες ολόκληρες, άλλοτε πιο διακριτικά –με μικρά ξεκουρδίσματα. Reverb και delay χορηγούνται επίσης σε δόσεις ψυχεδέλειας και, αν γλιτώσουμε την υπερβολική δόση, θα κάνουμε το υπέροχο σύντομο δρομολόγιο ηχεία-υπερπέραν και πίσω, μιας και τα μικρής διάρκειας κομμάτια σου επιτρέπουν να βρεις τον δρόμο για το σπίτι.
Κόντρα λοιπόν σε συνήθεις τακτικές, που θέλουν τον μουσικό πειραματισμό να ακολουθεί συγκεκριμένες ηχητικές νόρμες χάνοντας πολλές φορές την ουσία ενός πειράματος, ο Oneohtrix Point Never δημιουργεί με το Replica μια δική του φόρμουλα. Η οποία αποδεικνύεται άκρως ενδιαφέρουσα, πολυσυλλεκτική και εξελίξιμη, δίνοντας ένα άλμπουμ που, αφού ασφαλτοστρώνει έναν ακόμα παράδρομο του πειραματικού/ηλεκτρονικού, πατάει κατόπιν πάνω του με σιγουριά και προχωρά.