Το indie φάσμα του ήχου έχει δεχτεί αρκετά βέλη τα τελευταία χρόνια και δεν κρύβω ότι ανήκω κι εγώ ανάμεσα σε όσους το έχουν τοξοβολήσει με μανία. Θες γιατί θεωρώ ότι η ταμπέλα έχει γίνει κάτι σαν το εγχώριο έντεχνο, προϋποθέτοντας μια ποιότητα, μια ανεξαρτησία και μια ταυτότητα πριν καν ακούσεις τι εστί; Θες γιατί διεκδικείται ένας εναλλακτικός, αντι-mainstream αέρας τη στιγμή που πολλές φορές η σχετική παραγωγή αποδεικνύεται πολύ πιο μεσοβέζικη και «ραδιοφωνική» από τα άλμπουμ της Madonna; Θες γιατί έχω μια έμφυτη απέχθεια σε όποιον προσπαθεί να μου πλασάρει ως φρεσκαδούρα το μπαγιάτικο προϊόν, δηλαδή να με εξαπατήσει;

Το Attack On Memory των Cloud Nothings μπορείς πάντως να το πεις indie. Αν και γίνεται να το περιγράψεις και μ’ άλλες λέξεις, είναι δίσκος που διακατέχεται από τέτοιους κώδικες, θα απασχολήσει τη σχετική κοινότητα και πιστεύω θα της αρέσει. Και υπάρχουν καλοί λόγοι για αυτό, λόγοι μάλιστα που –αν αποτελούσαν τον κανόνα της μέσης indie παραγωγής– θα ήμασταν πιστεύω πολύ περισσότεροι μουσικόφιλοι ευχαριστημένοι μαζί της. Ο κυριότερος ανάμεσά τους; Ότι ο σχετικός ήχος μπαίνει εδώ σε δημιουργικό αλισβερίσι με όλη την παράδοση του αμερικάνικου πανκ και των alternative επιγόνων, ενώ αποπνέει ανησυχία και όχι διάθεση για μηρυκασμό. Και το ότι επίσης δεν μιλάμε απλά για ροκ, το ακούμε κιόλας (πράγμα που όλο και σπανίζει στο indie σύμπαν) –στα εκκωφαντικά τύμπανα, στα φωνητικά, ενίοτε και στις εμμονές των στίχων με τις χαμένες ευκαιρίες της ζωής. Πολλοί κριτικοί τείνουν να ξεχνούν το στιχουργικό κομμάτι, εστιάζοντας στη μελωδία, όμως το λάθος τους είναι τεράστιο: μιλάμε για τραγούδια κυρίες και κύριοι, όχι για συμφωνική μουσική. 

Από την άλλη, ας ξεκαθαριστεί ότι οι Αμερικανοί δεν επιτίθενται στη μνήμη με το νέο τους άλμπουμ, όπως τους θέλει ο τίτλος του. Μπορεί όντως να επιτίθενται στο δικό τους ηχητικό παρελθόν, έτσι όπως ακούγονται πιο μπάντα από ποτέ (αντί για πρότζεκτ του Dylan Baldi) ή έτσι όπως αφήνουν την παραγωγή του Steve Albini να βάλει τις δικές της πινελιές στη μουσική τους. Όμως ο ακροατής που ξέρει την αμερικάνικη κιθαριστική παράδοση δεν θα δυσκολευτεί να βρει τον απόηχο των Nirvana του In Utero, των Drive Like Jehu, των Camber του Beautiful Charade ή να ανιχνεύσει, πιο έμμεσα βέβαια, τους Fugazi και τους Wipers. Θα τα βρεις ωστόσο όλα αυτά όπως πρέπει να τα βρεις: ως αφομοιωμένες επιρροές σε ένα έργο με δική του προσωπικότητα, από ένα σχήμα που το ψάχνει το θέμα και δεν προσπαθεί να φτιάξει μουσική σαν εκείνον ή τον άλλον.

Να λοιπόν ένας δίσκος που, χωρίς να κομίζει πρωτοπορίες ή να φτάνει σε μεγάλα επίπεδα δημιουργίας, κάνει κάτι πολύ ουσιώδες: αποκαθιστά το «rock» δίπλα στο «indie». Δείχνοντας γιατί η συγκεκριμένη μουσική μπορεί ακόμα να διαθέτει αιχμή και ουσία στα κατάλληλα χέρια και γιατί γίνεται να τη φανταστείς να ιδρώνει το t-shirt σου στη live εκδοχή της.   


 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured