Προσωπικά λατρεύω τη στιγμή που ένας καταξιωμένος και χορτασμένος από χρήμα και δόξα μουσικός γράφει στα παλιά του τα παπούτσια αποδοχή και πωλήσεις, φτιάχνοντας έναν δίσκο του κεφαλιού του. Από μένα έχουν άλλωστε απεριόριστο σεβασμό, τόσο ο Lou Reed όσο και οι Metallica. Όχι για τη μέχρι τώρα πορεία τους –αυτή είναι δεδομένη. Αλλά γιατί ο μεν πρώτος όρισε το rock ‘n’ roll ταβάνι όπως δεν θα μπορέσει ποτέ να ξανακουστεί, ακριβώς επειδή οι Velvet Underground έντυσαν (περισσότερο και από τους Beatles, ναι!) μια μουσική που πάσχιζε να αποκτήσει καλλιτεχνική υπόσταση με την πλέον avant-garde πνοή την οποία μπορούσε να προσφέρει η αστική τράπεζα και τα τέκνα της. Οι δε δεύτεροι λόγω των συχνών υπερβάσεων και νεκραναστάσεών τους, όπως τις κατέγραψαν διάφοροι δίσκοι και στη δεκαετία του 1980, μα και στα 1990s. 

Στην περίπτωση λοιπόν του Lulu και οι Metallica και ο Lou Reed κινήθηκαν πάνω σε γραμμές που, αποδεδειγμένα, μόνο οι ίδιοι ορίζουν. Όταν π.χ. βγήκε στη δεκαετία του 1970 το Metal Machine Music οι ροκ κριτικοί δεν ήξεραν τι να το κάνουν –το ίδιο και οι οπαδοί του Reed. Οι Metallica, από την άλλη, μίλησαν αναπάντεχα περί του αμερικάνικου συντάγματος στα τέλη της δεκαετίας του 1980, σε μια εποχή όταν οι άλλοι προσπαθούσαν να ξεμπερδέψουν (και πολλοί δεν ξεμπέρδεψαν τελικά ποτέ) με τη γραφικότητα των αναφορών σε διαβόλια, τριβόλια και σε ιππότες αλλοτινών καιρών. Δεκτό, το είχαν κάνει και οι Queensryche με το Operation Mindcrime, δίχως όμως την ορμή των τεσσάρων. Και εδώ που τα λέμε, ελάχιστοι κατάφεραν να έχουν το kick αυτής της μπάντας πάνω στο σανίδι. Κάτι που δεν είχε να κάνει με το ηχοσύστημα, μα με το περιβόητο κούνημα του Lars Ulrich στα ντραμς, το οποίο τόσο λοιδορήθηκε (και ακόμα λοιδορείται) σε επίσημες κριτικές από τον μέταλ κόσμο. Είναι σαν να λες στον Lou Reed και στον John Cale ότι κουνάνε οι ενορχηστρώσεις και τα παιξίματα της Μπανάνας. Φυσικά και κουνάνε... Είναι από τους κύριους λόγους που κανείς δεν μπόρεσε να ξαναπλησιάσει εκείνον τον  Άνθρωπο που Περιμένει τον Άλλο Άνθρωπο. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Ulrich: τι κι αν ο τάδε δίκασος παίζει καλύτερα από αυτόν; Τα πάντα παίζονται στο πόσο κολλάει το χτύπημα του Δανού με τον ψηλέα, με τα τρεχαλητά της ενορχήστρωσης και με τις συγκινήσεις της δικής τους απόλυτης ταχύτητας και πρωτόγνωρης τραχύτητας.

Και έρχονται έτσι εν έτει 2011 ο Lou Reed με τους Metallica και κάνουν αυτήν τη συνεργασία, η οποία ξεκίνησε να ανθίζει πριν δύο χρόνια –όταν έπαιξαν μαζί το “Sweet Jane” επί σκηνής. Και μην πει κανείς ότι έγινε για τα φράγκα... Θα γελάσω κατάχαμα, που λένε και στο χωριό μου. Γιατί είναι σίγουρο ότι οι πωλήσεις δεν θα υποστηριχθούν καθόλου από τη μεταλλική κοινότητα. Άρα; Άρα δημιουργία, λέω εγώ. Όμως ο δίσκος τι λέει, θα μου πείτε εσείς –και με τα δίκια σας: γιατί όταν έσκασε πριν λίγο καιρό το “View” κανείς δεν ενθουσιάστηκε. Κάτι που δημιούργησε αν όχι μια προκατάληψη για το Lulu, σίγουρα έναν φόβο –του στιλ «Παναγιά μου ας είναι κακό, ας μην είναι όμως βαρετό».

Και ξεκινάει λοιπόν η Lulu κι ενώ κερδίζει με τη μία το βραβείο πρωτοτυπίας σε άνοιγμα δίσκου Metallica με αυτήν την ξερή ακουστική κιθάρα (με συρμάτινες χορδές) η οποία δεν πατάει παρά μόνο στο γνωστό αστικό παραλήρημα του Δέσποτα Reed, η συνέχεια –με το μπάσιμο σε ένα κλίμα σύγχρονης εκδοχής των Band σε υψηλά ντεσιμπέλ– δεν με ενθουσίασε σε καμία περίπτωση. Ούτε και το προαναφερθέν “View” που ακολουθεί, διότι το βαρύθυμό του ηχεί μάλλον πεπερασμένο. Αλλά από εκεί και πέρα ο δίσκος με συνεπήρε!

Μα, ηλεκτρονικά υπόβαθρα σε δίσκο των Metallica; Ναι, αλλά –προλαβαίνω τους μεταλλοκέφαλους: δεν πρόκειται για μπιτάκια παρωχημένης λογικής, όπως έχουν κάνει διάφορα καλόπαιδα του χώρου, με κυριολεκτικά αστεία αποτελέσματα. Μιλάμε για ηχοτοπία που κυκλοφορούν ανάμεσα σε θύελλες από ακόρντα και σε εκλείψεις σόλων της κιθάρας. Εμ τι περιμένατε; Ότι ο άλλος θα μιλούσε για τη ζωή ενός ανθρώπου όπως περνάει μέσα από 40 κύματα και απ’ όλα τα γνωστά ανομήματα και το ζήτημα του Kirk Hammett θα ήταν να ξεκινήσει άριες πεντατονικής; Ναι, σαφώς και υπάρχουν τέτοια σημεία (στο “View” για παράδειγμα), αλλά με μια λογική η οποία αναπτύσσει την ενορχήστρωση και δεν βγαίνει μπροστά σε πύρκαυλη διάθεση.

Ναι, αλλά ανάποδα reverb και ακόρντα σε δίσκο των Metallica; Ανάθεμά με όμως αν άκουσα τέσσερα πιο έξυπνα άλμπουμ στη φετινή χρονιά. Ο δε Hetfield σκούζει –εκπληκτικά και με μινιμαλιστική διάθεση– σε αρκετά σημεία της δουλειάς, πάντα όμως οδηγεί ο Reed, ενώ η μπάντα ακούγεται ως συμπαγής αδάμας. Και όταν αποφασίζουν να παίξουν ταχύτητα πηγαίνετε να τους πείτε κάτι: κι αν καταφέρετε να πλησιάσετε και δεν σας πετάξει το ωστικό κύμα δέκα μέτρα μακριά, ελάτε να ξαναβάλουμε τους ίδιους και το ντεμπούτο τους στο πλατό και να ξαναθυμηθούμε (και πάλι) ποιος ήταν ο γεννήτορας του είδους.

Τη λέξη υποβλητικό θα τη γευτείτε με το Lulu. Και τη λέξη δύναμη θα τη νιώσετε. Μιλάμε για rock ‘n’ roll στα καλύτερά του: σύγχρονο, εκμαυλιστικό και παιγμένο με κοχόνες, από ένα συγκρότημα που ξέρει για ποιο λόγο κάνει ό,τι κάνει, δίπλα σε μεγάλες διάρκειες και στις ελεγείες του Reed στη φωνή και στους στίχους. Για να μη μιλήσω για το λυρικό τελείωμα του άλμπουμ, όπου η ισοτονία πήγε πρίμα βίστα αφήνοντάς με άφωνο.

Αυτός είναι λοιπόν ένας παλικαρίσιος δίσκος, ο οποίος δεν ξεχωρίζει μόνο για την τολμηρότητά του αλλά κυρίως για τις δυναμικές του. Δεκαράκι τσακιστό δεν δίνω για όποιον βρει ότι οι Metallica βγάζουν ακαταλαβίστικες μπούρδες, απλά και μόνο επειδή του χαλάνε τα μανιερίστικα σχέδια ακοής. Άλλωστε δεν διαπραγματεύονται κάτι με το Lulu: θέλουν να κάνουν ό,τι θέλει να κάνει κάθε καλλιτέχνης που επιθυμεί να κοιμάται ήσυχος για το ότι δεν κώλωσε μπροστά στην πρόκληση. Πεισματάρικα σκυλιά, το έχουν άλλωστε αποδείξει.

Για τον Lou Reed δεν θα πω τίποτα: παραμένει από τις πλέον μυστηριώδεις φιγούρες του χώρου. Βρήκε εδώ ένα από τα πιο ισχυρά άλογα του σύγχρονου rock ‘n’ roll και του πέρασε χάμουρα. Και μάλιστα το άφησε να τρέχει όπως εκείνο θέλει, ενώ ταυτόχρονα το έχει απόλυτα υπό τον έλεγχό του. Είναι παμπόνηρος ο γέρος. Τα σέβη μου, Επίτροπε του Χάους...


 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured