Αν ήμουν A&R στη Sacred Bones, θα άναβα κόκκινο φως στην κυκλοφορία του Conatus. Θα πρότεινα στη δεσποινίδα Nika Roza Danilova να «κάτσει λίγο ήσυχη», να ξαναδεί το υλικό, να γράψει ίσως κι άλλο και, αν είμαστε τυχεροί κι επιβιώσουμε της καταστροφής του κόσμου, να το βγάζαμε τέτοια εποχή του χρόνου. Όχι γιατί υστερεί σε ποιότητα. Αλλά γιατί, όπως βλέπω στις περισσότερες κριτικές τόσο σε ελληνικά όσο και σε διεθνή –κυρίως– μέσα, υπάρχει μια «όχι άλλο Zola Jesus» διάθεση.
Εξηγούμαι. Όταν μέσα σε –ούτε καν– τρεις γεμάτες χρονιές έχεις βγάλει ισάριθμα άλμπουμ κι άλλα τόσα EPs (έστω κι αν διαπλέκονται μεταξύ τους), τότε το στοιχείο της έκπληξης έχει πάει περίπατο. Αυτό που κέντρισε άπαντες στο The Spoils του 2009 και κέρδισε άπαντες στο περσινό Stridulum II, δεν λειτουργεί πια. Πλέον δεν είναι rookie, αλλά μια (σχεδόν) καταξιωμένη ερμηνεύτρια, η οποία υπολογίζεται πια ως guest-προστιθέμενη αξία (βλέπε φετινό M83), άρα κρίνεται επί ίσοις όροις και δεν της χαρίζεται το «μισό του μαθητή». Σχετικά με τη συχνότητα εμφάνισης, έχει πλάκα που η ίδια δηλώνει ότι προετοιμάστηκε για τον δίσκο περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Πόσο; «Τρεις με πέντε μήνες».
Φυσικά, στη νεοϋορκέζικη ετικέτα που μας έχει δώσει μερικές από τις πιο συναρπαστικές μουσικές της τελευταίας τετραετίας δεν σκέφτονται με ανάλογα μπακαλίστικο τρόπο (με τον δικό μου). Ευτυχώς. Τυπώνουν σε απαλό γκρίζο το παραδοσιακό τους εξώφυλλο και την απεικονίζουν αιθέρια, με το προφίλ της να καλύπτεται από ένα διάφανο πέπλο. Κάνε τη σύγκριση με το εξώφυλλο του ντεμπούτο του The Spoils: καμία σχέση. Η ακατέργαστη παθιασμένη νεανίδα έγινε μέσα σε δύο χρόνια ξωτική νεράιδα (ή ντίβα;). Δεν το λέω για κακό. Αλλά νομίζω αυτή είναι και η ηχητική διαφορά του Conatus (που σημαίνει «προχωρώ» στα λατινικά και αποτελεί φιλοσοφικό όρο με τον οποίο ασχολήθηκαν Σπινόζα, Καρτέσιος κ.ά., αλλά μπορεί και να κάνω και λάθος –στο ίντερνετ τα λένε καλύτερα).
Με τη συνδρομή του Brian "Nudge" Foote, ο οποίος συνυπογράφει μαζί της την παραγωγή, η Zola κάπου βάζει ένα φρένο. Στο καταραμένο μελό, στον υπερχειλίζοντα λυρισμό, στην ανοικονόμητη απόγνωση της προηγούμενης παρουσίας της. Εξ’ ου και ο τίτλος Conatus; Ίσως. Υπάρχει μια ανάγκη να απεγκλωβιστεί από το κλισέ της απελπισμένης πριγκίπισσας, αν και όλοι ξέρουμε ότι εκεί θα παίζει μπάλα σε όλη της την καριέρα. Έχω γράψει κι εγώ περί σύγκρισης με Siouxsie. Δεν το μετανιώνω, αλλά κάπου εδώ ας τελειώνουμε το αστείο: της λείπει η εξωστρέφεια και το performance τσαγανό για να θεωρείται διάδοχός της. Πάντα φυσικά θα είναι εκεί ως επιρροή κι αυτόματη σύνδεση, αλλά, αν θέλουμε σώνει και καλά να την παρομοιάσουμε με κάποια, δεν κοιτάμε καλύτερα προς την Liz Fraser; Στις καλύτερες στιγμές του άλμπουμ, τα διαδοχικά “Vessel” και “Hikikomori” δηλαδή, η ανάμνηση των Cocteau Twins είναι καταλυτική. Το ίδιο και στο πιο μπιτάτα “Ixode” και “Seekir” που ακολουθούν, δηλώνοντας απερίφραστα ότι θέλει να ακουστεί πιο ηλεκτρονική, «ψυχρότερη», περισσότερο αποστασιοποιημένη. Ότι αισθάνεται πως αδικούνται οι συνθετικές της δυνατότητες, αφού όλοι αναφέρονται πρωταρχικά στην ιδιαίτερη φωνή της.
Μην φανταστείς όμως ότι περνάει στο άλλο άκρο και κάνει electropop. Αν και θα ήταν ενδιαφέρον να είχε τη θεμιτή δόση synth αφέλειας που έκανε τόσο ξεχωριστό το φετινό ντεμπούτο των Austra, χωρίς να του αφαιρεί νταρκίλα. Το προσπαθεί, αλλά δεν μπορεί να «χορέψει» τη ρυθμικότητα. Σχεδόν την αποκρούει κι αυτό φαίνεται σωτήριο π.χ. στο “In Your Nature”, μια φαινομενικά τετριμμένη new wave άσκηση η οποία αποκτά βαρύτητα μόνο και μόνο λόγω της χροιάς της. Διατηρώντας το ίδιο εκφραστικά αγοραίο επίπεδο, θα πω ότι η θανατίλα παραμένει trademark και την παρασέρνει όσο προχωρά το άλμπουμ να ξεχνά το φρένο που λέγαμε, κατρακυλώντας σε βαρετά ρέκβιεμ επίπεδα (με την εξαίρεση του καθαρτικού “Collapse” στο κλείσιμο του δίσκου). Μάταιη η προσπάθεια, έτσι κι αλλιώς: το βραβείο «goth απελπισίας» για το 2011 θα πάει στην Chelsea Wolfe, ακριβώς γιατί ήρθε από το πουθενά.
Το Conatus δεν είναι το magnum opus της Zola Jesus. Ίσως επειδή περιμέναμε κάτι τέτοιο να το αδικούμε κάπως. Είναι σεβαστή και εκτιμητέα η, έστω ελαφριά, προσπάθεια εξέλιξης του μουσικού ύφους, αλλά είναι ίσως κι απαραίτητη μια συνεργασία «έξω από το κουτί» με κάποιον παραγωγό που θα της δώσει διαφορετική δυναμική. Αλλά και πάλι, είναι τόσο μοναδικό αυτό το πλάσμα ώστε η έξωθεν βοήθεια μπορεί να ισοδυναμεί με τερατογένεση. Εδώ είμαστε και θα το δούμε σύντομα. Σιγά που δε θα ’χει νέα κυκλοφορία το 2012…