Είναι ο δίσκος που ίσως στριφογύρισε περισσότερο από κάθε άλλον στο CD-player μου από τον Αύγουστο ως σήμερα και τον οποίον άκουσα στη μεγαλύτερη ποικιλία διαθέσεων, και με ακουστικά και δίχως. Ταυτόχρονα, είναι κι ο δίσκος που σταθερά μου διέφευγε στην προσπάθεια να μεταβάλλω τα όσα άκουγα σε ένα κείμενο κριτικής αποτίμησης. Το ’χει στο DNA του το Re: ECM των Ricardo Villalobos & Max Loderbauer: είναι γοητευτικό, μα απροσπέλαστο. Βάζει δύσκολα, ως και πολύ δύσκολα, θέλει τον χρόνο του, τις πολλαπλές δοκιμές, τις αποφάσεις σου πάνω σε θεωρητικά ζητήματα που μόνο του θέτει. Και δεν είναι όλοι οι ακροατές διατεθειμένοι για τέτοια παιχνίδια –το ξέρετε καλά.

Τι κάνουν λοιπόν εδώ ο πιο συζητημένος τελευταία μινιμαλιστής των electronica χωραφιών, παρέα με τον διακεκριμένο Γερμανό παραγωγό, μηχανικό ήχου και μουσικό; Βασικά, χαράσσουν τη διαδρομή του Villalobos μακριά από τα κλαμπ –όπου ήδη λατρεύεται ως θεότητα– προς μια δημιουργία που μπορεί να χαρακτηριστεί ως πιο «σοβαρή» (με έμφαση στα εισαγωγικά), καθιερώνοντάς τον στα αυτιά ενός ακροατηρίου υποτίθεται πιο καλλιεργημένου, με πιο μεγάλο μέσο όρο ηλικίας και με γεωγραφική βάση ακουσμάτων τον ήχο της ECM.

Με βάση τον στόχο αυτόν, επιλέγεται μια σοφά μεσοβέζικη διαδρομή: δεν κατατίθεται ένα remix άλμπουμ –μια εύκολη λύση, που θα κρατούσε όμως το όνομα Villalobos στην κλαμπ βάση έστω και με εκκεντρικό τρόπο– ούτε κι ένα άλμπουμ με ολότελα πρωτότυπες συνθέσεις σε αφαιρετικό, αυτοσχεδιαστικό και πειραματικό ύφος. Το Re: στον τίτλο δηλώνει τα πάντα για την ταυτότητα του πειράματος, καθώς θα μπορούσε να είναι μια απάντηση σε mail του Manfred Εicher (ο οποίος, όπως πάντα, κρατάει για τον εαυτό του τον κρίσιμο τομέα της παραγωγής) ή να υποδηλώνει απλά την όλη προσπάθεια αποδόμησης/ανοικοδόμησης με βάση εκλογές από τον ήδη δημοσιευμένο κατάλογο της ECM. Άλλωστε, γι’ αυτό βρίσκουμε και το επικουρικό κείμενο-διακήρυξη στο συνοδευτικό της έκδοσης βιβλιαράκι.

Όπου τι μας ανακοινώνεται; Λίγο-πολύ ο φθόνος ενός σύγχρονου ηλεκτρονικού παραγωγού προς τις ενορχηστρώσεις της μοντέρνας τζαζ (αυτής τέλος πάντων που εκπροσωπεί ο ECM ήχος) και τους γενικότερους τρόπους εκείνης (τους αυτοσχεδιαστικούς, κυρίως) οι οποίοι τοποθετούνται σε «ένα επίπεδο για το οποίο πασχίζουμε εμείς οι ηλεκτρονικοί μουσικοί». Δεν θα μπορούσα να διαφωνώ περισσότερο. Γιατί επανέρχεται έτσι ένας παλιός πιουρισμός, του τύπου «ό,τι και να κάνετε δεν θα γίνετε ποτέ σαν κι εμάς τους κλασικούς ή τους τζαζίστες» (και ο ήχος της ECM στέκει κάπου μεταξύ των δύο παραδόσεων). Τον οποίον να με συγχωρεί ο Villalobos κυρίως μα και ο Loderbauer στον βαθμό που τον προσυπογράφει, μπορεί να αφορά το σήμερα –όπου η electronica έχει φτωχύνει– ακυρώνει όμως μεγάλες κορυφές και σπουδαία έργα, τα οποία δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν αισθητικά από αυτά με τα οποία τώρα συγκρίνονται. Το ότι ο συμπαθέστατος κατά τα άλλα Χιλιανός δεν μπορεί να φτάσει στον Aphex Twin, στους Orbital ή στους Future Sound Of London μαρτυρεί περισσότερα για τα όρια των δικών του δυνατοτήτων (ίσως και της εποχής του, ΟΚ), παρά για την (ευρύτερη) ηχητική παράδοση στην οποία τοποθετείται.

Ας αφήσουμε όμως στην άκρη τη θεωρία. Στην πράξη, ασφαλώς και προέκυψε ένας ενδιαφέροντας δίσκος. Ενίοτε μάλιστα, παρά τη διπλή διάρκεια και τις τεράστιες συνθέσεις, η δουλειά του Villalobos και του Loderbauer αποδίδει συναρπαστικούς καρπούς. Ακούστε τι θαυμάσια συνταιριάζεται στο “Reblazhenstva” το ρυθμικό υπόβαθρο που στήνουν με τις κρυστάλλινες χορωδιακές φωνές και τη μουσική από το “Blazhenstva” του Alexander Knaifel (όπως το ηχογράφησε ο Ivan Monigheti) ή την κομψότατη αντίστιξη που λαμβάνει χώρα μεταξύ παρεμβάσεων και πρωτοτύπου στο “Replob”, με βάση υλικό από το Fabula Suite Lugano των Christian Wallumrod Ensemble. Επίσης, τα όσα διαδραματίζονται στο “Rensenada” πάνω στο έργο του Bennie Maupin, όπως το γνωρίσαμε στο The Jewel In The Lotus.

Πέραν ωστόσο τέτοιων στιγμών, βρίσκω πως το εγχείρημα απέτυχε και κυρίως κούρασε. Ως κύριο τελικό χαρακτηριστικό προκρίνω τη δειλία, ενίοτε και τη σοβαροφάνεια, των κ.κ. Villalobos & Loderbauer. Είναι τέτοιο το δέος τους μπροστά στο πρωτότυπο υλικό που τους παραδίδεται, ώστε τις περισσότερες φορές το αφήνουν ανενόχλητο να κάνει το κομμάτι του ενόσω εκείνοι παιχνιδίζουν άτολμα γύρω του, σαν σαστισμένες κορασίδες που δεν έχουν αρκετή εμπειρία να φλερτάρουν επιτυχώς το αντικείμενο του πόθου τους. Γι’ αυτό και ο Arvo Part στο “Rekondakion”, ο John Abercrombie στο “Retimeless” ή ο Paul Giger στο “Reshadub” τους φοράνε με τόση άνεση τα γυαλιά. Ψάχνοντας το ελλειπτικό, το απογυμνωμένο και το ατμοσφαιρικό, το Re: ECM ξέχασε να αναμετρηθεί στα ίσα με τα όσα το ενέπνευσαν, αρκούμενο να τα εγκιβωτίσει σε ένα νέο ηχητικό τοπίο που ούτε αξιομνημόνευτο αποδεικνύεται, ούτε και απαραίτητο.

Πολύ τσούκου-τσούκου λοιπόν για το τίποτα, για να το κλείσω με κάτι πιο άμεσα κατανοητό. Από τη θεωρία ξεκίνησε το κακό, κατά τη γνώμη μου και γενικεύτηκε τελικά στο πρακτικό αποτέλεσμα. Υπάρχουν μεμονωμένα άξιες στιγμές οι οποίες προσδίδουν ενδιαφέρον και λόγο ύπαρξης στο άλμπουμ, ενώ όσοι φτιάχνουν μουσική ενδεχομένως να εντυπωσιαστούν με κάποια τεχνικά ζητήματα. Κατά τα άλλα, τα ECM πρωτότυπα κρατάνε για πάρτη τους (σχεδόν) όλες τις δάφνες. Αυτά αναδεικνύονται, αυτά ξεχωρίζουν, σε εκείνα θα ανατρέξεις αν θελήσεις να ξαναζήσεις την «εμπειρία». Κάτι που απέχει αισθητά από τις γέφυρες τις οποίες θέλανε να χτίσουν οι Villalobos & Loderbauer μεταξύ δύο διακριτών συστημάτων ηχητικής αναφοράς.   


 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured