Οι άνθρωποι που συμπάσχουν με το καρκινικό άγος το οποίο εμφανίζει αυτό το λαρύγγι θα βρουν εδώ μία (ακόμη) επιβεβαίωση για το πώς η προσεκτική εμπιστοσύνη στη λαϊκή δόξα μπορεί να υποστηρίξει μια εκλεπτυσμένη και επίκαιρη μουσική θέση. Ακούω αυτά τα δύο στην ισορροπία και στην ευχάριστη διάθεση που κρατάνε μία στακάτη τζαζ ραχοκοκαλιά κάθετα στην οριζοντίωση από (όπως συνήθως) αυτονόητες ή λιγότερο αυτονόητες καθημερινές τραγωδίες. Έπειτα, αν και το χρώμα του ήχου αναμιγνύεται αρκετά (όπως και στη δεκαετία του 1980), η παρέα που πλαισιώνει τον Tom Waits παρουσιάζει έμπειρα ακροαστικά και διατηρεί την αντήχηση σύγχρονη.

Ίσως ήδη έχετε μια ιδέα για το τι αναμοχλεύει ο Tom Waits στο Bad As Me. Αρχικά, κωλοπαιδισμό με χαρακτήρα. Αυτό είναι σαφές και για μένα ενδιαφέρον, το πώς δηλαδή μέσα από την ένταση των vox πλήκτρων στο “Raised Right Men” μπορεί να αναποδογυρίζει τον όποιον εύκολο ξεσηκωμό της σημειωτικής κληρονομιάς που άφησαν οι επιμορφωτικές τουριστικές εξορμήσεις των γόνων αριστοκρατών από τον 16ο αιώνα. Πάρτε για παράδειγμα κάποια από τα πάρτυ των Late Night Society σήμερα.

Άλλωστε, η σαγήνη δεν εξαντλείται σε καπρίτσια. Συνδυάζοντας στη συνέχεια τα “Talking At The Same Time” και “Bad As Me” ξεκαθαρίζεται κατά κάποιον τρόπο ο προβληματισμός του «I said there ain’t enough raised right men». Αναφορά στην αλητεία που χρειάζεται καθημερινή τριβή, στην τάση που δεν ενδιαφέρεται να μην πληγώσει αλλά να φτιάξει το ήθος της οριακά εκεί έξω. Ώστε να παραδεχτεί τελικά «No good you say, well that’s good enough for me». Το κέντρο βάρους στέκεται τότε στους ραχιαίους και η μεταλλική ώθηση απαιτεί από τα άκρα να κουνηθούν. Πώς αλλιώς μπορούμε να μην παραμείνουμε παγωμένοι και να αντιμετωπίσουμε –με όλες της τις λεπτομέρειες– την προειδοποίηση του φαλτσέτου «Well it’s hard times for some, for others it’s sweet, someone makes money when there’s blood in the street» αλλά και του «I know you’re leaving and there’s no more next time, everybody’s talking at the same time». Αυτό το μούδιασμα των στιγμών όπου όλοι μιλάνε ταυτόχρονα δίνεται σε αργή κίνηση, με το τρέμολο και τα πνευστά να αναλαμβάνουν την κτιριολογία.

«I turned my face to the highway». Υλικό από αυτοεξορία. “Face To The Highway”, “Pay Me”, “Chicago”. Ύστερα από μία αμφιταλάντευση, ίσως νόστο, ασωτία ή αναμονή για κάτι που προδιαγράφεται αν όχι ιδιαίτερα άπειρο τότε ανεκτή διαφυγή, αρχίζει το ταξίδι: «They pay me not to come home...And though all roads will not lead you home my girl, all roads lead to the end of the world». Ο αναστεναγμός και η συνειδητοποίηση αποδίδονται με το πιάνο στα 2.36. Τα “New Year's Eve” και “Hell Broke Luce” επεκτείνουν κατόπιν αυτήν την αίσθηση. Το μηχανικό ράπισμα του τελευταίου είναι ταυτόχρονα χειρουργική και πυροτεχνουργία. Το χιούμορ –και εδώ και στο “Satisfied”– είναι τα επιφάνεια της συμπεριφοράς του δίσκου. Συνειδητά ίσως το “Satisfied” ακολουθείται από το “Last Leaf”: και στα δύο συμμετέχει ο Keith Richards, και στα δύο τίθεται ζήτημα τελεολογίας. Όπως και να έχει, αυτά δεν θα μπορούσαν να αρθρωθούν χωρίς την ερωτική εμπειρία που θίγεται στα “Back In The Crowd” και “Kiss Me”. Δεν παραμένει απλώς ο Tom Waits στο «Ιf you don’t want my love, don’t make me stay [...] Put me back in the crowd» αλλά θα χτυπήσει αρμονικές για να στηρίξει το «I want you to kiss me like a stranger once again». Στο φιλί ο ξένος συναντά τον εξεγερμένο.

Σημαντική υπενθύμιση για το τέλος της μέρας στο “Get Lost”: ο χορός θα φανεί χρήσιμος. «Whatever that they told you about me, well all of it’s true [...] Please, please love me tender, ain’t nothin’ wrong with that, let’s go get lost». Ο Tom Waits ξέρει πώς να λύνει τα μέλη μέχρι το κλείσιμο. Ο τίτλος του δίσκου του δεν είναι απλή επιλογή.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured