Θα μπορούσε να είναι σκηνή ενός ιδανικού ονείρου: οι BaBa Zula βρίσκονται σε ένα πλοιάριο καταμεσής του Βοσπόρου παρέα με τον Alexander Hacke και τη Brenna McCrimmon και, υπό το φως της αυγής, εκτελούν μία από τις πλέον σαγηνευτικές στιγμές της δισκογραφίας τους, το “Cecom”.
Είναι όμως απλώς το φινάλε του εξαιρετικού ντοκιμαντέρ του Fatih Akin, Crossing The Bridge: The Sound Of Istanbul. Αλλά εάν εντάξουμε τη σκηνή σε ένα πιο συμβολικό επίπεδο, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε μία τέλεια περιγραφή της ιδιοσυγκρασίας των BaBa Zula –τελειότερη σίγουρα από τις λέξεις με τις οποίες θα μπορούσα να την αντικαταστήσω. Ανασύρω από το μυαλό μου εικόνα και ήχο και σκέπτομαι πόσο φτωχές μπορεί να φαίνονται καμιά φορά οι κακόμοιρες οι λέξεις μπροστά στις άμεσες προσλήψεις των αισθήσεων, μπροστά σε ό,τι ακούς, βλέπεις, ακουμπάς… Όσο χρήσιμη, επιβεβλημένη ή και τελειοποιημένη είναι η διαλεκτική των λέξεων –και η ορθολογικότερη σκέψη όπου μας οδηγεί, σε τόσους και τόσους τομείς της ανθρώπινης παρουσίας– πάντοτε θα υπάρχει ένας κόσμος τον οποίον δεν μπορεί να ερμηνεύσει παρά μόνον στο περίπου.
Συνδυάζοντας αυτές, με όλες τις υπόλοιπες σκέψεις που μου έχουν ανασυρθεί από τις επισταμένες και επαναλαμβανόμενες ακροάσεις του Gecekondu των BaBa Zula τους τελευταίους μήνες, τείνω να πιστέψω πως κι η μουσική τούτων των γνήσιων τέκνων της Πόλης άπτεται αυτού του κόσμου των άμεσων προσλήψεων των αισθήσεων, αυτού που δεν μπορεί να περιγραφεί παρά μόνον στο περίπου. Ξέρω, ακούγεται σαν ειρωνεία, τη στιγμή που ο ρόλος τούτου ακριβώς του κειμένου είναι (ή θα έπρεπε να είναι) η περιγραφή μέσω των λέξεων κι η αποτίμηση μέσω της λογικής. Δεν βλέπω άλλη επιλογή, παρά να αποδεχθώ την αδυναμία και με αυτήν την παραδοχή να συνεχίσω την προσπάθεια…
Αναζητώντας, λοιπόν, μία σανίδα σωτηρίας στο διαφαινόμενο διαλεκτικό ναυάγιο, ξεκινώ με τα στοιχεία. Το Gecekondu είναι η πέμπτη «κανονική» δουλειά των BaBa Zula (εξαιρώ δηλαδή από την καταμέτρηση τα δύο σάουντρακ που έχουν υπογράψει) και πρωτοκυκλοφόρησε πέρσι, από την εξαιρετική ετικέτα της Doublemoon, για εσωτερική τουρκική κατανάλωση –βρίσκοντας διεθνή διανομή με τη φετινή επανακυκλοφορία της Essay Recordings. Εδώ βρίσκουμε τον κύριο κορμό των BaBa Zula, (το ντουέτο δηλαδή των Murat Ertel και Levent Akman μαζί με τον Cosar Hamci) να δρα δίχως τις επιφανείς διεθνείς συνεργασίες του παρελθόντος (από τον Mad Professor και το σημαντικότερο ίσως rhythm section ντουέτο της Καραϊβικής, Sly Dunbar & Robbie Shakespeare, στον Alexander Hacke), αλλά αυτή δεν είναι η μόνη διαφορά σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές τους.
Από τους δύο δίσκους στους οποίους παρέδωσαν στον Mad Professor την καρέκλα του παραγωγού –Ruhani Oyun Havalari (Psychebelly Dance Music αγγλιστί) και Duble Oryantal– και στην ουσία εδραίωσαν και τελειοποίησαν το μουσικό χαρμάνι που τους έκανε γνωστούς (αυτό το επονομαζόμενο και oriental dub) μέχρι το Gecekondu, μας λείπει ένα καίριο βήμα: o τέταρτος (προηγούμενος) δίσκος τους, ο οποίος ουδόλως τυχαίως τιτλοφορήθηκε Køkler, Roots. Ρίζες, στα καθ’ ημάς.
Φθάνοντας βλέπετε στο Duble Oryantal, οι BaBa Zula αισθάνθηκαν την ανάγκη να επιστρέψουν στις μουσικές τους ρίζες, στο σημείο εκκίνησης –μιας και από εκεί ξεκίνησαν– αλλά και επανεκκίνησής τους, μιας που εκεί προσέτρεξαν για να επαναπροσδιορίσουν το μουσικό τους αποτύπωμα. Διόλου τυχαίο, επίσης, ότι οι ίδιοι θεωρούν εαυτούς συνεχιστές της μακράς μουσικής παράδοσης που συντροφεύει τον τόπο τους. Σε κανένα άλλωστε σημείο της πορείας τους, ακόμα κι όταν Δύση κι Ανατολή έμοιαζαν να δημιουργούσαν ένα κοινό σώμα μέσα στη μουσική τους, οι BaBa Zula δεν απεκδύθηκαν την Οθωμανική φορεσιά τους. Πάντοτε προσάρμοζαν σε αυτήν τις Δυτικές επιρροές, πάντοτε είχαν πλήρη επίγνωση της κουλτούρας που εκπροσωπούν.
Κι ίσως επειδή, όταν η συζήτηση φθάνει σε αλληλεπιδράσεις πολιτισμών, το ζήτημα έγκειται τελικώς στους τρόπους αυτοπροσδιορισμού, ίσως αυτό να είναι και το σημείο που κρίνει τη διαχρονική επιτυχία τους στο γεφύρωμα διακριτών πολιτισμικών στοιχείων: η επίγνωση της ταυτότητας, η εμπέδωσή της και έπειτα (και μόνον έπειτα) το ειλικρινές άνοιγμα στις εξωτερικές επιρροές. Ειδάλλως είσαι εκτεθειμένος σε κινδύνους, όπως η γραφικότητα, το κιτς κι ο πιθηκισμός ή στην καλύτερη καταδικασμένος να πλέεις ανέμελος σε επιφανειακά βάθη καλλιτεχνικής ασημαντότητας. Κι ίσως λόγω της εγγύτητας (όχι μόνο γεωγραφικής) με τη γείτονα χώρα, να μπαίνει (έστω κι μη ηθελημένα) το ζήτημα της σύγκρισης –φάσης «γιατί αυτοί και όχι εμείς». Το αφήνω, όμως, στη δική σας κρίση, γιατί η κουβέντα είναι μακρά κι ήδη έχω καταχραστεί μπόλικο χώρο (παραπέμπω πάντως για εκκίνηση/συνέχιση συζήτησης σε πρόσφατο άρθρο της στήλης των Ακροαστικών του συναγωνιστή Κοτταρίδη).
Με το επίκεντρο ξεκάθαρα στις ανατολίτικες ρίζες τους, λοιπόν, οι BaBa Zula βρίσκουν στο Gecekondu έναν νέο τρόπο να συστήνονται. Έχοντας πλέον καλά αποθηκευμένο στη φαρέτρα τους το oriental dub κι έχοντας κάνει τη ζωογόνο βουτιά στην παράδοση, μοιάζουν τώρα να αναδύουν έναν αγνά ψυχεδελικό εαυτό. Μιλώ για μια ψυχεδέλεια καθάρια, αρχέγονη, μυσταγωγική και λυτρωτική. Μια ψυχεδέλεια όχι τόσο εκπεφρασμένη με Δυτικούς όρους μα με εμφανή ερείσματα σε ό,τι ο μουσικολόγος Christopher Small ονόμαζε «μητέρα όλων των τεχνών»,* σε αυτήν τη μεγάλη και ενιαία παραστατική τέχνη, την τελετουργία.
Ακούστε/αισθανθείτε για παράδειγμα το “Hayde Hayde”, μία εννιάλεπτη διονυσιακή ελεγεία αμιγώς ψυχεδελικής κορύφωσης ή το “Le Furet Dans La Foret En Feu”, το οποίο φλερτάροντας χωρίς πολλά-πολλά με ό,τι μπορεί να ονομαστεί εθνοψυχεδέλεια σου πετάει από το πουθενά κάτι ηλεκτρονικά περάσματα για να χάσεις τον μπούσουλα. Επίσης, την πηγαία έξαψη του “Hopce”, τη λαγνεία του “Temptation” (και στη βοκαλιστική και στην οργανική του εκδοχή), τα σύντομα φωνητικά περάσματα στο “Komsu” (αγγλιστί “Neighbor”), τα οποία σου θυμίζουν ηπειρώτικες πολυφωνίες… Μέσα σε όλα τούτα, δεν αφήνουν και το oriental dub τελείως εκτός κάδρου. Οι BaBa Zula του Gecekondu, άλλωστε, δεν προσποιούνται ότι γράφουν σε λευκή κόλλα –είπαμε, αξιοπρόσεκτη η αυτογνωσία τους. Βρίσκουμε έτσι εμφανέστερα το dub στις άρσεις στο ηλεκτρικό σάζι του Ertel στο “Efkarli Yaprak” ή στις μπασογραμμές του “Temptation”. Ιδιαίτερη μνεία τέλος, αξίζει η υπέροχα γήινη φωνή της Elena Hristova, καθώς και το ότι για πρώτη φορά οι BaBa Zula τραγουδούν σε λατινογενείς γλώσσες (ένα τραγούδι στα γαλλικά κι ένα στα αγγλικά), δίχως να διαταράσσεται στο ελάχιστο η ισορροπία.
Όλα τούτα (κι άλλα τόσα) υποδηλώνει η εικόνα που χρησιμοποίησα ως εισαγωγή. Ένας ανατολικός τόπος με προαιώνια αλληλεπίδραση με τη Δύση, μία χαραυγή –είτε ως καθάρια υπενθύμιση της κοσμικής καταγωγής του ανθρώπου, είτε ως απεικόνιση της αγαλλίασης κάποιου που έχει μόλις δρέψει τους καρπούς, τους ήχους, τα αρώματα, τις αισθήσεις της νύχτας. Όλες τούτες οι σκέψεις (κι άλλες τόσες) πηγάζουν από τη λάγνα μουσική τους. Κι όσο κι αν φαίνομαι (και σε μένα τον ίδιο) υπερβολικός στο τι ακούω ή τι τοποθετώ πίσω από τις νότες τούτου του δίσκου, όσο κι αν σβήνω-ξαναγράφω, σβήνω-ξαναγράφω, ακούω-ξανακούω αυτό που έχω ακούσει ίσαμε εκατοντάδες φορές, πάλι στα ίδια περίπου καταλήγω.
Οι BaBa Zula χτυπούν κατευθείαν στα αισθητηριακά σου κέντρα –σε αυτά που με τόσο κόπο προσπάθησα να περιγράψω (κι αλίμονο αν τα κατάφερα). Σε χτυπούν σε ό,τι προϋπήρχε της ορθολογικής σκέψης, σε ό,τι υπάρχει και σε ό,τι θα υπάρχει όσο το ανθρώπινο γένος κατοικεί σ’ ετούτο τον πλανήτη, σε ό,τι μπορεί να κουδουνίζει μέσα σου ακούγοντας για τελετουργικές ψυχικές ανατάσεις ή απλώς ακούγοντας την λέξη Køkler, Wurzeln, Racines, Radici, Roots, Ρίζες. Δεν έχει σημασία η γλώσσα. Το σημαίνον εδώ είναι αυτό που κουδουνίζει…
* Christopher Small – Musicking, 1998 (μτφ. Μουσικοτροπώντας, εκδόσεις Ιανός, 2010)