Όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει το Hurricane της Grace Jones το 2008, εννέα ολόκληρα χρόνια μετά την προηγούμενη δισκογραφική της κατάθεση, είχα γράψει τα κάτωθι για λογαριασμό του Sonik και του τεύχους Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς:
«Σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που κυκλοφόρησε καινούργια δουλειά η μούσα του Andy Warhol και τόσων άλλων, κι ας έχουν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε που ξεκίνησε. Τόσο φρέσκια ακούγεται η Grace Jones σ' αυτήν την πολυαναμενόμενη επιστροφή της! Ακούς το "Well Well Well" και νομίζεις ότι δεν το κούνησε όλα αυτά τα χρόνια από τα Compass Studios στις Μπαχάμες, ότι ακόμη στέκονται πίσω της οι Sly & Robbie και χρωματίζουν με reggae αποχρώσεις τη μουσική της (σ' αυτό το τελευταίο δεν θα έχεις κάνει λάθος, δηλώνουν και πάλι παρόντες, όπως και οι Brian Eno, Tricky, Tony Allen και ένα σωρό άλλοι!). Η εικονική φιγούρα της έρχεται να δώσει ξεχωριστό αέρα glamour στη σύγχρονη μουσική σκηνή, μα και υπέροχα κομμάτια όπως το σκοτεινό "Corporate Cannibal" (κοντά στο στυλ των Massive Attack) ή το εναρκτήριο "This Is" που ανακαλεί στη μνήμη τον επιδραστικό της ήχο. Επιστροφή με νόημα και, το κυριότερο, πολλή ουσία!».
Περιττό να πω, δεν παίρνω πίσω ούτε μισή σειρά από εκείνες τις λέξεις! Ακούγοντάς το σήμερα, τρία χρόνια αργότερα, ο ήχος παραμένει φρέσκος και ζωντανός όπως τότε που γνωρίσαμε για πρώτη φορά αυτά τα τραγούδια. Αλλά τι λέω; Εδώ φρέσκα παραμένουν κομμάτια που η Grace Jones είχε ηχογραφήσει στη δεκαετία του 1980 και του 1990, αυτά εδώ δεν θα διατηρούσαν τους ποπ και χορευτικούς χυμούς τους, τα οποία εξάλλου είναι και σχετικά πρόσφατα κομμένα; Όλες οι δουλειές της είναι στην παραμικρή λεπτομέρειά τους φροντισμένες και το Hurricane δεν αποτέλεσε ασφαλώς εξαίρεση. Περιείχε ορισμένα από τα καλύτερα τραγούδια της, όπως το αυτοβιογραφικό “Williams' Blood” (το οποίο μάλιστα είχε γράψει με τη βοήθεια των Wendy & Lisa, που γνωρίζουμε σαν αυλικές του Πρίγκιπα: όπως είπαμε και παραπάνω, θα χρειαζόμασταν πολύ χώρο για να παραθέσουμε όλους τους επώνυμους καλεσμένους που είχε στον δίσκο της αυτόν η Jones!) ή το “Sunset Sunrise”, το οποίο πλησιάζει σε ύφος εκείνο της παλιάς της επιτυχίας με τη διασκευή στο “La Vie On Rose” (ετούτο είναι γραμμένο με τη βοήθεια του Paul Goude –δεν είναι άλλος από τον γιο που απέκτησε με τον γνωστό φωτογράφο Jean-Paul Goude, υπεύθυνο επί σειρά ετών για το χτίσιμο της εικόνας της, της ανδρόγυνης μα ακαταμάχητα ελκυστικής φιγούρας που καθόρισε τη δεκαετία του 1980 όχι μόνο αισθητικά, μα και σε επίπεδο σεξουαλικής συμπεριφοράς από το αμφιλεγόμενο στις επιλογές του ακροατήριό της).
Αν κάτι έχει μεσολαβήσει από τότε, είναι η αναγγελία μιας εμφάνισής της στη χώρα μας και η συνεπακόλουθη ακύρωσή της. Δυστυχώς, χάσαμε μία καλή ευκαιρία να την απολαύσουμε από κοντά... Οπότε μας μένει αυτή η επαναδιαπραγμάτευση του δίσκου που μόλις προσγειώθηκε στο player μας, αυτή τη φορά με dub όρους. Το ξέρετε φαντάζομαι το πρόβλημα με τις dub εκδοχές δίσκων που έχουν ήδη δει το φως της ημέρας: κατ' αρχήν απευθύνονται σε λίγους και οπωσδήποτε εξειδικευμένους ακροατές κι όχι μόνο αυτό, ακούγονται τις περισσότερες φορές μονοδιάστατοι και στερημένοι φαντασίας. Τρανταχτό παράδειγμα το Blood των Franz Ferdinand, μία καθ’ όλα άστοχη επιλογή απ' την πλευρά του συγκροτήματος, που σίγουρα αφαίρεσε παρά πρόσθεσε κάτι στη δισκογραφία τους. Τα πράγματα δεν είναι όμως και τόσο χάλια στην περίπτωση του Hurricane-Dub της Grace Jones, πολύ θα ήθελα ωστόσο να μπορώ να πω ότι είναι και μια χαρά...
Ο Ivor Guest, ο υπεύθυνος γι’ αυτό το μικρό ταξίδι στα άδυτα της dub ηχητικής κουλτούρας, υπήρξε ο συμπαραγωγός του κανονικού άλμπουμ μαζί με την ίδια την Grace Jones. Και χρησιμοποιεί εδώ όλα τα τρικ που διαθέτουν στο οπλοστάσιό τους οι αντίστοιχοι μάστορες της κονσόλας μιας dub παραγωγής. Τα τρικ αυτά όμως έχουν περιορισμένο βεληνεκές και ανακυκλώνονται στα βάθη των ετών, οπότε δεν ακούς κάτι καινούργιο στα έντεκα κομμάτια του δεύτερου CD της συσκευασίας (υπάρχει βέβαια ένα κομμάτι παραπάνω από τα του κανονικού δίσκου, το “Hell Dub”). Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι, εκεί που μία dub ηχογράφηση κερδίζει όλη τη γοητεία της στην ατμόσφαιρα την οποία δημιουργεί ο παραγωγός, στο βάθος του ήχου και στη «βρωμιά» του (που κάνει όλη τη διαφορά), στην περίπτωσή μας έχουμε μια καθαρότατη ψηφιακή αποτύπωση, η οποία δεν συνάδει με όσα χαρακτηριστικά αναφέρουμε πιο πάνω. Ποιος θέλει μια γυαλιστερή παραγωγή όταν το ζητούμενο στη συγκεκριμένη φάση κάθε άλλο παρά τέτοιο είναι;
Ως εκ τούτου, καλύτερα θα ήταν να ονομάζονταν οι εν λόγω εκτελέσεις «δωδεκάιντσες βερσιόν» με κάποια dub στοιχεία από το κεκαλυμμένο ρεζιλίκι που βιώνουμε στα 50 λεπτά του δίσκου. Καλά, ούτε που θέλω δε να σκέφτομαι τι θα λένε οι φανατικοί ακροατές του είδους στο άκουσμα της δουλειάς αυτής! Σίγουρα θα ρίχνουν πολύ γέλιο... Δεν μειώνει το ολίσθημα αυτό όμως στο ελάχιστο το κύρος της κυρίας που το υπογράφει, αν και θα έπρεπε να βάλει βέτο στην αναγγελία της κυκλοφορίας του. Ένα remix CD επίσης δεν θα τη χαλούσε, ή μήπως είναι κι αυτό ένα σχέδιο που μένει να δούμε στο μέλλον;
Η Grace Jones είναι πάντα η Grace Jones, έχει πάντοτε το σεβασμό μας και πολύ περισσότερο όταν βγάζει δίσκους σαν το Hurricane. Αν δεν το έχετε, τώρα είναι η ευκαιρία να το αποκτήσετε, με μία φωτογραφία του Jean-Paul Goude και πάλι στο νέο εξώφυλλο και με έξτρα δίσκο δωράκι, έστω και αχρείαστο...