Η αναβίωση παλαιικών στυλ μουσικής δεν μπορεί να θεωρηθεί καταδικαστέα per se. Καμία όμως τέτοια προσπάθεια δεν έχει τα εχέγγυα να εντυπωσιάσει με την (ανύπαρκτη εκ προθέσεως και πεποιθήσεως) προοδευτική της ματιά ή με τους παθιασμένους νεωτερισμούς που θα φέρει στο μουσικό προσκήνιο. Το ζητούμενο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι απλούστερο και επηρεάζει το περίφημο βαθμολογικό «ταβάνι», μετατοπίζοντάς το αισθητά προς τα κατώτερα στρώματα της κλίμακας. Ελάχιστο προαπαιτούμενο μιας τέτοιας παρελθοντολαγνικής εκφραστικής άσκησης είναι ο καλλιτέχνης που την επιχειρεί να διατηρήσει τον δικό του χαρακτήρα. Να προσδώσει στη μουσική –όσο παλιομοδίτικη κι αν είναι η προέλευσή της και όσο βαθιά και αν φτάνουν οι ρίζες αυτής στον χρόνο– το δικό του λιθαράκι προσφοράς. Όχι όμως αναμασώντας, έστω και με απαράμιλλη τεχνική κατάρτιση και όρεξη, όσα έχουν προηγηθεί, σαν απλός μιμητής.
Πού στέκονται λοιπόν σε αυτήν τη λεπτή γραμμή οι Rival Sons και το ηλεκτρισμένο 1970s blues rock το οποίο εκπροσωπούν; Με τον φετινό δίσκο τους (και πρώτο που εκδίδεται σε φυσική μορφή, εκτός διαδικτύου) σίγουρα βάζουν τα δυνατά τους να ακουστούν το κατά δύναμη «επίκαιροι». Ή μήπως όχι; Στύβοντας τις επιρροές τους στο έπακρο και εναποθέτοντας τους ηχητικούς φυσικούς χυμούς σε έναν ανάμεικτο μουσικό πολτό με κύριο συστατικό γεύσης τους Led Zeppelin, ξεχνούν –όντας χορτοφάγοι και υπέρμαχοι της υγιεινής διατροφής– να προσθέσουν εκείνο το κάτι που θα δώσει ξεχωριστή μυρωδιά στο τελικό αποτέλεσμα. Όσο δυναμικό και ενεργητικό κι αν ακούγεται αυτό, κατά τα άλλα: ειδικά με τραγούδια σαν τα “Pressure & Time”, “Get Mine” και “Burn Down Los Angeles” είναι εύκολο να παρασυρθείς στο κλασικοροκάδικο γαϊτανάκι τους, αδιαφορώντας για το κατά πόσο αυτό που φτάνει στα αυτιά σου αποτελεί προϊόν ενός απόλυτου ξεπατικώματος ή, αντιθέτως, μιας αυθεντικής προσπάθειας αναβίωσης διαμέσου πρωτότυπων ιδεών.
Δυστυχώς για τους Rival Sons και το Pressure & Time τους, η απάντηση τείνει προς την πρώτη εκδοχή –χωρίς πάντως κάτι τέτοιο να σημαίνει πως εκείνοι δεν περνούν καλά παίζοντας τα τραγούδια τους. Κάθε άλλο: είναι ορεξάτοι μουσικοί και φτάνουν στο έπακρο του ενθουσιασμού τους, δημιουργώντας μια πολύ δυνατή rhythm section, όπου διακρίνονται τα νευρώδη, ορεξάτα ντραμς του Michael Miley, τα οποία ροκάρουν έντονα, αποφεύγοντας όμως τις εύκολες λύσεις. Στο εξαιρετικό αυτό ρυθμικό χαλί πατούν οι κιθάρες του Scott Holiday, οι οποίες τιμούν τις καταβολές τους και αποδεικνύονται πραγματικά ηλεκτρισμένες. Από την άλλη, είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που αφήνουν ξοπίσω τους κάτι αληθινά αξιομνημόνευτο. Περνώντας δε στον ακρογωνιαίο λίθο του κουαρτέτου, τον Jay Buchanan και τα υπερ-πληθωρικά φωνητικά του, αυτά τον βγάζουν ασπροπρόσωπο σε κάθε δυνατό κομμάτι εδώ –παρά το έντονο deja vu που προκαλούν σε οποιονδήποτε έχει ακούσει τις ιστορίες για το Πώς Κατακτήθηκε Η Δύση από κάπου αλλού...
Παρά λοιπόν τη δεδομένη επιτυχία των Καλιφορνέζων στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και παρά την έκδηλη πρακτική τους ικανότητα να ροκάρουν τα μάλα, δεν μπορεί να παραβλεφθεί η έλλειψη πρωτοτυπίας, οι έντονες τάσεις αντιγραφής άλλων συγκροτημάτων και η παντελής απουσία προσωπικότητας. Έως ότου βρουν τον τρόπο να προσθέσουν και τη δική τους υπογραφή σε αυτό που κάνουν, θα μείνουν παρκαρισμένοι στην άβολη μα όχι και καταδικαστέα βαθμολογική βάση...