Όπως κάθε μπάντα που ακολουθεί με περισσή ευλάβεια τον «νόμο» της μουσικής βιομηχανίας για σταθερή δισκογραφική παρουσία ανά δύο (το πολύ τρία) έτη, έτσι και οι Cymbals Eat Quitars δείχνουν να τηρούν πιστά αυτήν την παράδοση. Δυο χρόνια λοιπόν έχουν περάσει μετά το ντεμπούτο, που έκανε τον Joseph D'Agostino και την παρέα του γνωστούς πέρα από τα όρια της Νέας Υόρκης και η μπάντα –μετά από μερικές αλλαγές στο line-up και πολλά live– μπήκε τελικά στο στούντιο και βγήκε μετά από 15 ημέρες (έτσι τουλάχιστον ισχυρίζονται οι ίδιοι) με το νέο της πόνημα στο χέρι.
Το Lenses Alien ξεκινάει μάλλον ανορθόδοξα, με το “Rifle Eyesight (Proper Name)” να διαρκεί κάτι παραπάνω από οκτώ λεπτά –κατά τη διάρκεια των οποίων ο ακροατής μπαίνει σε ένα τοπίο που αλλάζει διαρκώς, σε μια διαδρομή με ανηφόρες και κατηφόρες, φιδωτές στροφές και φουρκέτες, ήρεμες ευθείες και σκοτεινά περάσματα. Η ίδια η μπάντα υποστηρίζει ότι μπορεί ένα τέτοιο ξεκίνημα να ηχεί αντισυμβατικό, είναι όμως αναγκαίο αφού λειτουργεί σαν μια μεγάλη εισαγωγή (overture), παρουσιάζοντας στο κοινό όλους τους ήχους που πρόκειται να ακολουθήσουν, τους ήχους που διατρέχουν το άλμπουμ.
Παραμορφωμένες κιθάρες, ρυθμικά ντραμς και μελωδικό μπάσο που ξεφεύγει σε post-punk μονοπάτια, ξεχαρβαλωμένο πιάνο να βαράει στο παρασκήνιο και φωνητικά που φλερτάρουν με την μελαγχολική παραφωνία… Σταδιακά όλα σβήνουν, βυθίζονται σε μια σκοτεινή noise λίμνη για να ξαναβγούν σε λίγο στις όχθες, με ένα σύντομο upbeat διάλειμμα, μέχρι να επιστρέψουν ξανά στον πάτο της λίμνης. Κάτω από την επιφάνεια όλα μοιάζουν πιο υπόκωφα, το πιάνο παίζει επαναλαμβανόμενα στον ίδιο μουντό ρυθμό, τα φωνητικά ψιθυριστά και μακρινά σαν σκιές, ενώ η ένταση υποβόσκει σταθερά –μέχρι το νέο ξέσπασμα που έρχεται κι ολοκληρώνει αυτήν την «εισαγωγή».
Μουσικές γέφυρες διαφορετικής κατεύθυνσης (ποπ, ambient, progressive, psychedelic) και απανωτές εναλλαγές του τέμπο, σταθερή και σταδιακή αύξηση της έντασης –χωρίς πάντα τη λυτρωτική αίσθηση της κορύφωσης –ανάποδο μέτρημα στα ντραμς, φωνητικά που «παίζουν» ανάμεσα στην μουρμούρα/απαγγελία και στο τράβηγμα των στίχων με φαλτσέτο τελειώματα, ποπ και post-hardcore κιθαριστικά riffs με μπόλικες αναφορές στον George Harrison αλλά και στους Sonik Youth, έντονο άρωμα Radiohead στη δομή και στο χτίσιμο της μελωδίας, συνυπάρχουν πλάι σε πιο noise-pop πιασάρικα μοτίβα, τα οποία μπαίνουν σαν σφήνες στη ροή –και ίσως χαλάνε λίγο την εικόνα του experimental που προσπαθεί να βγάλει προς τα έξω η μπάντα.
Σαφώς ωριμότεροι και μια δόση σκοτεινότεροι, παρά το νεαρό της ηλικίας, οι Cymbals Eat Quitars προχωρούν στο Lenses Alien με τη σιγουριά μιας δεμένης ομάδας μουσικών, η οποία και δουλεύει σκληρά και απολαμβάνει τη συλλογική εξερεύνηση στις ηχητικές λεωφόρους. Το κυριότερο είναι ότι καταφέρνουν να αποδείξουν ότι δεν αποτελούν διάττοντες που η τύχη έφερε στο μουσικό στερέωμα, μα είναι σε θέση να εξελίσσουν τη δουλειά τους με ένα καλό δεύτερο άλμπουμ, το οποίο δικαιολογεί τον «θόρυβο» που προκάλεσε το ντεμπούτο τους.