Το ότι ο Alex Zhang Hungtai δεν επρόκειτο να ορθώσει κάποιο δικό του, εξαιρετικά ατομικό, ανάστημα στο πλαίσιο του Badlands ήταν δεδομένο εξαρχής. Η φούσκα γύρω του είναι πολύ μεγάλη και όχι ιδιαίτερα εύθραυστη, δεδομένου ότι χτυπάει στο ψαχνό ορισμένες φανατικές πλευρές που σχεδόν ο καθένας διαθέτει κάπου στο βάθος της ηχητικής του καταβολής. Και φυσικά οι αναφορές του είναι φωναχτές και χιλιοειπωμένες, είτε έχουν να κάνουν με τον King Elvis, είτε με τον Martin Rev και με τον Alan Vega. Η όποια ατομικότητά του βέβαια θα έρθει και θα κάτσει πάνω στο επιχείρημα περί συνδυασμού, επανεπίσκεψης και εκσυγχρονισμού μουσικών βάσεων, πάνω στις οποίες έρχεται να εφαρμόσει μια (σχετικά) επίκαιρη lo-fi Δυτική αισθητική.
Τα όρια του Badlands είναι στενά, με την έννοια της περιορισμένης διάρκειας του ηχογραφήματος. Κι αυτός είναι βασικός λόγος για τον οποίο απομακρύνεται ο οριακός κίνδυνος να καταλήξει ο δίσκος να ακούγεται σαν μια πολύ κατευθυνόμενη προσπάθεια, με αυτοσκοπό να αναμείξει άβολα τις παραπάνω προοιμιακές ηλεκτρονικές θέσεις με τα σαφή δομικά rock n' roll φωνητικά –όλα αυτά χωμένα μέσα σε 1960's garage και ’00s noise-pop φόρμες. Θα μπορούσε δηλαδή να φανεί σαν ένα σχεδόν αυθάδες σχέδιο που σχηματίστηκε στις λεπτομέρειές του και εκτελέστηκε με ακρίβεια, προς τέρψη εύπιστων εναλλακτικών ακροατηρίων (σε πρώτη φάση) και με προοπτική για μεγάλη εμπορική επιτυχία (στη συνέχεια).
Ο Ταΐβανέζος παρ’ όλα αυτά τον αποφεύγει τον κίνδυνο και μετατρέπει την παρελθοντολαγνεία του σε σχετική αυτάρκεια, ενσωματώνοντας γερά όσα στοιχεία επιλέγει να δανειστεί και χτίζοντας πάνω τους εικόνες επί εικόνων, που επιδιώκουν απερίφραστα να εμπλουτίσουν ένα κινηματογραφικό καρέ. Τα αποδέχεται αν μη τι άλλο και μέσω της ονοματοδοσίας του τραγουδιού το οποίο ανοίγει το δίσκο: το “Speedway King” έρχεται για να εξηγήσει ότι στο Badlands ο Dirty Beaches έχει πλήρη συναίσθηση του πού πατά και πού βρίσκεται, ενώ δεν σκοπεύει να κρυφτεί πίσω από το δάχτυλό του σε καμία φάση του δίσκου, επιβεβαιώνοντας ότι θα στηρίξει όλη την αμερικανοπρεπή αισθητική των αυτοκινητοδρόμων πάνω στα βασικότερα στοιχεία της αμερικανοπρεπούς μουσικής παράδοσης όλων των περιόδων.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν θεωρήσει κανείς το συγκεκριμένο ντεμπούτο υπερβολικά χιπ, δύσκολα δεν θα βρει κάτι που να τον αγγίξει, έστω προσωρινά, μεταξύ “A Hundred Highways” και “Lord Knows Best”.