Τι συμβαίνει με τον Weeknd και το πρώτο του mixtape; Γιατί ένας Αιθιοπο-Καναδός μόλις 21 ετών λαμβάνει τόσες διθυραμβικές κριτικές, κάποιες από τις οποίες μιλάνε για την καλύτερη κυκλοφορία της χρονιάς;
Υπάρχουν σοβαρές, σοβαρότατες αιτίες για όλον αυτόν τον θόρυβο. Και δεν οφείλονται ούτε στην αξιοζήλευτη συνοχή του εν λόγω mixtape, ούτε στον ξεχωριστό χαρακτήρα που πηγάζει από τα 50 ατμοσφαιρικά λεπτά της διάρκειάς του. Οφείλονται κυρίως στην πειραματική και νεωτεριστική προσέγγιση του Weeknd στην R’n’B αισθητική και στη soul κληρονομιά, αλλά και στην τόλμη του να υιοθετήσει μια διαφορετική –και τελικά καθ’ όλα πειστική– στάση πάνω στα συνήθη κλισέ περί σεξ, χρημάτων, ναρκωτικών και δόξας: σε ένα lifestyle δηλαδή που πολλές φορές επαινείται ασυγκράτητα και άκριτα στο σύγχρονο R’n’B. Ο Weeknd μάλιστα δεν επικρίνει από απόσταση: συμμετέχει σε όλον αυτόν τον τρόπο ζωής με έναν σχεδόν μαζοχιστικό τρόπο, βιώνει τις ίδιες καταστάσεις με πολλούς συναδέλφους του, βγαίνει όμως αηδιασμένος από τον κενό ηδονισμό και τις εφήμερες διακρίσεις.
Βουτηγμένος λοιπόν μέχρι τα μπούνια σε νυχθημερόν σεξουαλικές περιπτύξεις με πλαστικές γκόμενες οι οποίες τον αφήνουν κατά βάθος αδιάφορο και έχοντας γευτεί όλα τα πιθανά κοκτέιλ ναρκωτικών, ο Abel Tesfaye παραμένει ανικανοποίητος. Και γι’ αυτό τραγουδάει με έναν σπάνιο μελαγχολικό αισθησιασμό που, εν ριπή οφθαλμού, μπορεί να μετατραπεί σε μισογύνικο και κυνικό μονόλογο –συνοδεία ανάλογων μεταστροφών και της μουσικής. Η τελευταία καθυποβάλλει τον ακροατή και τον φέρνει αντιμέτωπο με τις τόσο ενδιαφέρουσες εξομολογήσεις του Weeknd, οι απόπειρες του οποίου να εμβαθύνει σε αληθινά συναισθήματα σκοντάφτουν στον άρρωστο ψυχισμό του.
Η απειλητική γοητεία του δίσκου εκφράζεται μέσω επεξεργασμένων samples (όπως συμβαίνει δύο φορές με τους Beach House αλλά και με τους Siouxsie & The Banshees στο ομώνυμο track), συνθετικών μπάσων, υπόκωφων ρυθμικών αλλά και μέσω της εξαιρετικής φωνής του Καναδού, ο οποίος ανά στιγμές φέρνει στο μυαλό μέχρι και τον εκλιπόντα βασιλιά της ποπ με την κρυστάλλινη χροιά που κατέχει. Το εναρκτήριο και κλειστοφοβικό mid tempo “High For This” καλωσορίζει με στίχους όπως «you don't know what's in store, but you know what you are here for...trust me girl, you wanna be high for this» και θέτει τις βάσεις για ό,τι ακολουθεί. Όπως π.χ. το προορισμένο για απόλυτο hit single “House Of Balloons/Glass Table Girls”, με τη δισυπόστατη ταυτότητά του να εκφράζεται μέσω μιας απίστευτης μετάβασης ακριβώς στα τρεισήμισι λεπτά –κι ενώ περιγράφεται ένα τουλάχιστον ενοχλητικό σκηνικό ντρόγκας και ντέκας.
Σε μια άλλη περίπτωση αισθησιακά εκλεπτυσμένης καφρίλας –λέγε με “Wicked Games”– ο Tesfaye εξομολογείται «I left my girl back home, Ι don't love her no more, she'll never fuckin' know...bring the drugs baby, Ι could bring my pain», με τη συνοδεία μιας ηλεκτρισμένης μπασογραμμής και διακριτικών κιθαριστικών μελωδιών εν μέσω διάφορων εφέ και πλήκτρων, όλα σε απόλυτο βαθμό αρτιότητας ώστε να μη μένουν περιθώρια αμφισβήτησης. Αποκορύφωμα του δίσκου το “The Party & The Party After” με τα σχεδόν οκτώ λεπτά διάρκειάς του να περιέχουν υπέροχες μελαγχολικές μελωδίες ενώ περιγράφεται η κατάκτηση ενός alfa-female η οποία «she'll probably OD» κι ενώ δίνεται ένα ερμηνευτικό μανιφέστο που ακροβατεί ανάμεσα στον άκρατο αισθησιασμό και σε μια απειλητική απόγνωση πασπαλισμένη με αρκετή βωμολοχία –μα και μια μίνιμαλ εξαιρετική ενορχήστρωση στο δεύτερο after party μέρος.
Άλλοτε κλείνοντας το μάτι στη μοναχική urban λογική του dubstep και άλλοτε σπάζοντας τα προκαθορισμένα όρια της ποπ (όπως στο εκτεταμένο ψυχεδελικό coda του “Loft Music”) ενώ συνάμα μεταχειρίζεται την R’n’B κουλτούρα ως κάτι που έχει βιώσει και κάνει κτήμα του σε μόλις δύο δεκαετίες ζωής, ο Weeknd καταθέτει με το House Of Balloons ένα ντεμπούτο-σημείο αναφοράς για τη χρονιά που διανύουμε. Το ότι έχει μάλιστα «απειλήσει» πως είναι μόλις το πρώτο από μια τριλογία κυκλοφοριών για φέτος, με αφήνει άναυδο και συνάμα γεμάτο αγωνία για το τι θα ακολουθήσει...