Από τη μία έχουμε τη μητρόπολη του Illinois, το Σικάγο, και μια δημιουργική σκηνή που, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα, μας τροφοδοτεί με ριπές ανανεωτικής (συχνά και αυτοσχεδιαστικής) τζαζ. Εκπρόσωποί της, στο παρόν εγχείρημα, ο τρομπετίστας Rob Mazurek, ο κιθαρίστας Jeff Parker, ο πολυοργανίστας (εδώ ντράμερ) Dan Bitney, ο μπασίστας Matt Lux κι ο περκασιονίστας Brian Keigher, γνωστοί από τη συνεισφορά τους σε συγγενή συγκροτήματα όπως οι Chicago Underground, οι Tortoise, οι Exploding Star Orchestra ή οι Isotope 217. Από την άλλη, έχουμε την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Δανίας, την Οντένσε, κι ένα τρίο, τους Causa Sui, το οποίο αρέσκεται να εμβολίζει τις (συχνά σκληρές) ψυχεδελικές του εμμονές σε ελευθεριάζουσες, αυτοσχεδιαστικές φόρμες.
Ο μύθος θέλει τους δύο εκ των Causa Sui, τους Jonas Munk (κιθάρα και πληκτροφόρα) και Jacob Skott (ντραμς), να περιοδεύουν στις Η.Π.Α., να σταματάνε στο Σικάγο και –μέσω κοινών γνωστών– να στήνουν ένα αυτοσχεδιαστικό session, τα αποτελέσματα του οποίου (αφού καλλωπίστηκαν καταλλήλως από τον Munk) μας προσφέρονται τώρα σε περιορισμένα αντίτυπα από τη σχετικώς νεοσύστατη και αρκούντως εκλεκτική ετικέτα της Adluna.
Όλα τούτα δείχνουν να καλύπτουν έναν υπολογίσιμο αριθμό ψυχώσεων ενός μουσικομανούς, κάτι που ενισχύει κι η διανεμητική πολιτική του γαλλικού label. Τα περιορισμένα αντίτυπα CD και βινυλίου προσφέρονται σε προσεγμένες εκδόσεις, διατίθενται δε σχεδόν αποκλειστικά από το site της Adluna –με δωρεάν τα μεταφορικά και με διάφορα επιπλέον καλούδια ως δείγμα αναγνώρισης της έμπρακτης στήριξης (αναφέρω πως μαζί με το CD παρέλαβα και δωρεάν κόπια μίας σόλο δουλειάς του Rob Mazurek, καθώς και καρτ-ποστάλ με τα εξώφυλλα των –λίγων– κυκλοφοριών της εταιρείας, μία εξ αυτών δε και με ιδιόχειρη ευχαριστήρια σημείωση!). Στην εποχή της απομυθοποίησης και της γιγάντωσης του οικονομικίστικου ρεαλισμού, τέτοιες κινήσεις –εμπεριέχουσες είτε μία ατόφια και εν πολλοίς απολεσθείσα ρομαντικότητα, είτε μία έξυπνη και γενναιόδωρη πολιτική μάρκετινγκ (αν και το αμελητέο εμπορικό μέγεθος της Adluna μάλλον αποκλείει οποιαδήποτε σκέψη περί οργανωμένου μάρκετινγκ)– μοιάζουν στα μάτια μου περίπου ως μία όαση ή έστω ως μία πολυμήχανη πρακτική επιβίωσης.
Πρακτική πάντως που θα έμοιαζε με ακάλυπτη επιταγή, εάν το προσφερόμενο αγαθό δεν πληρούσε κάποιες ποιοτικές προδιαγραφές. Κι ο δίσκος των Chicago Odense Ensemble ανταποκρίνεται με το παραπάνω στις προθέσεις και στο ιστορικό των συντελεστών του, όπως και στις προσδοκίες που αυτά δημιουργούν στον ακροατή.
Όπως υποδεικνύει και η ονομασία του, η μουσική του σεπτέτου προκύπτει από τη σύνθεση: τα ρευστά τζαζ μοτίβα της παρέας από το Σικάγο μπλέκονται με τις περισσότερο σφιχτοδεμένες ψυχεδέλειες των Δανών, δημιουργώντας έναν ήχο συνεκτικό και, ακριβώς για αυτό, πολυδιάστατο. Ποτισμένος μέχρι τα μπούνια με ζωτικότητα και με μία ακόρεστη διάθεση για περιπέτεια (λόγω και της εμφανώς αυτοσχεδιαστικής φυσιολογίας του), ο δίσκος ισορροπεί περίφημα ανάμεσα στους δύο ηχητικούς τόπους, πότε γέρνοντας στο πλευρό του Σικάγο, πότε της Οντένσε και πότε πατώντας με ακρίβεια πάνω σε αυτήν τη δύσκολα ανιχνεύσιμη –μα και τόσο ζωογόνο– χρυσή τομή ή κοινή συνισταμένη.
Το εναρκτήριο “Parallel Motions” δεν συστήνει απλώς τα δύο συνεργαζόμενα μέρη. Τα παρουσιάζει ακριβώς ως δύο «παράλληλες κινήσεις», οι οποίες, συνδυαζόμενες καταλλήλως, στηρίζουν τον κοινό βηματισμό των Chicago Odense Ensemble. Βηματισμός που ακολουθείται –με αρκετές διακλαδώσεις και παρακάμψεις– σε όλη τη διάρκεια του δίσκου. Εύκολα καταλαβαίνεις ότι δεν είναι η ομογενοποίηση το ζητούμενο εδώ: είναι η συνεργασία. Οι δύο μουσικές οντότητες συνεργάζονται υποδειγματικά, παραμένουν ωστόσο χαρακτηριστικά διακριτές. Στο μεγαλύτερο μέρος μπορείς έτσι να δεις ξεκάθαρα ποια από τις δύο κιθάρες είναι του Jeff Parker και ποια του Jonas Munk (και τι συνεισφέρει η καθεμία στην εκάστοτε σύνθεση), μπορείς να ξεχωρίσεις μέσα από το συνεκτικό ηχογράφημα την τζαζ έτσι όπως την εκφέρει η προαναφερθείσα σκηνή του Σικάγο και ταυτόχρονα το ψυχεδελικό ροκ έτσι όπως το αντιλαμβάνονται οι Causa Sui. Κι αν θέλετε τη γνώμη μου, εκεί ακριβώς είναι που πηγάζει η επιτυχία του εγχειρήματος: στο ότι οι δύο οντότητες συντηρούν έναν γόνιμο διάλογο, στο ότι σχετίζονται ισότιμα, δίχως η μία να επιβάλλεται στην άλλη.
Διότι τελικώς η όποια ανάλυση αφορά στη μουσική καταλήγει πάντα στις σχέσεις. Στο πώς σχετίζονται δηλαδή οι μουσικοί μεταξύ τους, στο πώς (μέσω του ηχογραφήματος ή της συναυλίας) σχετίζονται με εσένα ως ακροατή, στο πώς εσύ σχετίζεσαι με τον διπλανό σου συνακροατή, στο πώς εκείνος με εσένα κ.ο.κ. Στο πώς τελικά αυτές οι σχέσεις αντικατοπτρίζονται στο συνειδησιακό σου υπόβαθρο, τι είδους τάξη φέρνουν στην επιφάνεια. Αυτή ίσως να είναι μία ξεκάθαρη και ειλικρινής αξιολογική βάση. Άλλωστε, η όποια δυνατή αποτίμηση αφορά στην αποτίμηση τέτοιων σχέσεων –αν, τέλος πάντων, παραδεχθούμε ότι η μουσική είναι ένας ζωντανός οργανισμός ο οποίος γεννάται κατά την εκτέλεση και αναπαράγεται με κάθε πιθανό τρόπο κατά την ακρόαση.
Δεν θα ήθελα όμως να μείνω στο αφηρημένο. Η μουσική των Chicago Odense Ensemble –με τη χαλαρή συνδεσμολογία της και με τη ρευστή υπόσταση που υιοθετεί στο μεγαλύτερο μέρος του ομώνυμου δίσκου τους– μπορεί να ευνοεί τις αφηρημένες συζητήσεις, ως αποτέλεσμα όμως του γόνιμου διαλόγου που διεξάγεται σε καλεί να δώσεις τη δέουσα προσοχή και στο συγκεκριμένο. Και κοιτώντας τις συνθέσεις καθ’ αυτές, αφήνοντας για λίγο στην άκρη τις όποιες συνδηλώσεις τους, βρίσκεις μπόλικα σημεία να σταθείς. Το πώς δημιουργούν ό,τι μπορεί να ονομαστεί ψυχεδελική τζαζ στο “Emanuelle”, το πώς πλάθουν το ρευστό ηχητικό τοπίο του “Glide Path”, το πώς αυτό δίνει τη θέση του στην αυστηρή ρυθμικά, μα και ταυτόχρονα ελευθεριάζουσα δομική σύσταση του “Soup”, το πώς εκείνη, έπειτα από την ambient παρένθεση του “Spine Dots”, έρχεται περισσότερο στα μέτρα των Δανών στο “Delivery” –δίνοντάς μας για έντεκα λεπτά έναν περισσότερο ροκ προσανατολισμό– και στο πώς η όλη ένταση λύεται τελικά με τη χαλαρότητα (δομική και συναισθηματική) που διέπει το αποχαιρετιστήριο “Pretty Nice”. Είναι ίσως οι πειστικότερες ενδείξεις ότι η συνάντηση υπήρξε κάτι παραπάνω από δημιουργική. Ήταν εμπνευσμένη.
Και πραγματικά δεν βρίσκω καλύτερη κατακλείδα από αυτήν του εσωκλειόμενου στο CD σημειώματος, η οποία (σε ελεύθερη μετάφραση) έχει ως εξής: «Ακόμα κι αν οι Chicago Odense Ensemble ηχούν αναμφισβήτητα μοντέρνοι, αυτός τους ο ήχος τους φθάνει ταυτόχρονα πίσω, σε μία εποχή όπου η συνάντηση της τζαζ με το ροκ αντιμετωπιζόταν ακόμα με αισιοδοξία και όπου ο μουσικός αυθορμητισμός και η ελευθερία έμοιαζαν με ένα όχημα προς την κοσμική ομορφιά κι όχι προς τον εσωτερικό φορμαλισμό». Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο...