Στο άκουσμα των Journey οι περισσότεροι εκτός των τειχών των Η.Π.Α. όχι απλώς στραβομουτσουνιάζουν, αλλά σχεδόν φτύνουν στο έδαφος –και όχι για να κάνουν σπονδή στους θεούς του αμερικάνικου απαλού hard rock των 1970s. Κομματάκι άδικο, μιας και η μπάντα έβγαλε για το είδος της (μέχρι την αναλογική της περίοδο) μερικά πολύ καλά δισκία, η απόλαυση των οποίων δεν έγκειτο αποκλειστικά στη θαυμάσια φωνή του Steve Perry. Τα χρόνια πέρασαν βεβαίως και στη θέση του προαναφερθέντος βρίσκεται πια ο –αλιευθείς από την Ασία και τηλεοπτικό σόου ταλέντων– Arnel Pinieda, ενώ από την αρχική σύνθεση βρίσκουμε μόνο τον πολύ καλό κιθαρίστα Neal Schon.
Η αλήθεια είναι ότι, ακόμα και για τους φανατικούς οπαδούς του Perry (όπως ο υπογράφων λόγου χάριν), ο Pinieda κάνει ομολογουμένως πολύ καλά τη δουλειά του: όσο γίνεται (ένεκα του νεαρού της ηλικίας του), μπολιάζει την επιρροή από τον σήμα κατατεθέν τραγουδιστή των Journey με δικά του στοιχεία. Από την άλλη, ενώ περίμενα να βαρεθώ τα μάλα, ο δίσκος ακούγεται ευχάριστα και μάλιστα υπάρχουν και μερικές αξιοπρόσεχτες στιγμές. Το εναρκτήριο π.χ. λάκτισμα του “City Of Hope” είναι ένα πολύ καλό rocker και η εισαγωγή του “Resonate” από τις ωραιότερες που ακούσαμε τελευταία. Η θεματολογία επίσης, αντίθετα με ότι θα περίμενε κανείς, δεν αναλώνεται σε αγαπούλες και ροζ αρκουδίτσες αλλά καταπιάνεται ακόμα και με κοινωνικά θέματα –όπως π.χ. με τα απέραντα (και άπειρα) εργοστάσια στην Ασία όπου παιδιά πολύ κάτω της εφηβείας δουλεύουν ως σκλάβοι του 12ου μ.Χ. αιώνα. Τέλος, τα παιξίματα της κιθάρας ηχούν αψεγάδιαστα και σε σημεία ευφάνταστα και η παραγωγή είναι από τις καλύτερες που άκουσα προσωπικά τον τελευταίο καιρό (βλέπε “Human Feel”, με την έξυπνη α-λα-Jon Lord χρήση των πλήκτρων).
Ακόμα έτσι κι αν η Έκλειψη δεν πάρει κάποιο βραβείο πρωτοτυπίας, στα σίγουρα ο τίτλος δεν κάνει κάποιο μεταφορικό σχόλιο για τη δημιουργικότητα των Αμερικανών. Είναι φανερό ότι φτιάχτηκε με μεράκι. Η θεματολογία άλλωστε του –χαρακτηριστικού για τη μπάντα– διαστημικού σκαραβαίου επιστρατεύτηκε εκ νέου στο εξώφυλλο για να υποδηλώσει ακριβώς την άμεση σύνδεση του νέου δίσκου με την παλαιά παράδοση του γκρουπ.
Να το ξεκαθαρίσουμε όμως για να μην παρεξηγούμαστε: αν είστε κάτω των 39-42 χρονών και δεν μεγαλώσατε με την αμερικάνικη σχολή του mainstream rock (παράλληλα με άλλα ακούσματα, αλλιώς θα ήσασταν είδος προς εργαστηριακή μελέτη) μην πλησιάσετε στο Eclipse των Journey ούτε σε απόσταση καραντίνας. Επίσης, αν δεν σας αρέσουν τα κοκορέτσια με σος από πολλά φωνητικά, τότε τραβάτε μακριά –κινδυνεύετε. Οι υπόλοιποι ωστόσο μπορούμε να το κρατήσουμε ως συνοδό σε ακουστικά και ηχεία (αυτοκινήτου ή οικίας) μερικές Κυριακές του έτους. Θα είναι ευχάριστη παρέα.