Εκεί που ο Morricone συναντάει τη ροκ τραχύτητα (Jack White) και τον ποπ αισθησιασμό (Norah Jones), βρίσκουμε να στέκεται μετέωρη η υπερ-κομψή δισκογραφική προσπάθεια των Brian Burton (Danger Mouse) και Daniele Luppi, η οποία ακούει στο απλό, λιτό, μα ταυτόχρονα απόλυτο Rome. Όπως συμβολίζει και η μαύρη καρδιά που κοσμεί το εξώφυλλο λιώνοντας, η ηχητική αυτή Ρώμη είναι ένα προϊόν αγάπης για τη μουσική περιβολή των 1960s σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε. Ένα μελωδικό σημείο αναφοράς στα soundtrack εκείνων των ταινιών, με μια δόση σύγχρονης τραγουδοποιίας ως εξισορροπιστικό στοιχείο με το σήμερα.
Πέντε συναπτά έτη κράτησε η όλη διεργασία του Rome για τους Danger Mouse και Daniele Luppi έτσι ώστε να συνδυάσουν τόσα (φαινομενικά) ετερόκλητα στοιχεία: να συγκεντρώσουν τους Ιταλούς μουσικούς που είχαν παίξει σε άλμπουμ όπως το μυθικό The Good The Bad And The Ugly, την οκταμελή χορωδία Cantori Moderni di Alessandroni, καθώς και να επιλέξουν ως φωνές αυτού του ορφανού από κινηματογραφική ταινία εγχειρήματος δύο σύγχρονους τραγουδιστές, εκ διαμέτρου αντίθετους μεταξύ τους. Και όμως, η μακροσκελής διαδικασία είχε ως αποτέλεσμα να «δέσει το γλυκό», δίνοντας 35 λεπτά ενός υπέροχου, νοερού ταξιδιού στην Άγρια Δύση, με μια γερή δόση ρομαντισμού και σπιρτάδας.
Ηχογραφημένο (πού αλλού;) στη Ρώμη και πιο συγκεκριμένα στα διάσημα Forum Studios, το Rome δεν έτυχε της συνήθους ψηφιακής στοργής του συνόλου σχεδόν της σύγχρονης δισκογραφίας. Το εργαλείο που προτιμήθηκε ήταν αντίθετα ο ίδιος παραδοσιακός εξοπλισμός που πρωτόλεια χρησιμοποιήθηκε σε εκείνα τα αξέχαστα και επιδραστικά soundtrack. Η διαδικασία λοιπόν του τρύγου των ήχων έγινε όπως τον παλιό καλό καιρό, χαρίζοντας στο άλμπουμ μια αυθεντική αύρα. Τα εύσημα μοιράζονται εξίσου στον Αμερικανό μουσικό και παραγωγό για την επιμονή του στην αναζήτηση του αυθεντικού, όσο και στον Ιταλό συνθέτη για την εμπειρία του και τις ικανότητές του στη μετουσίωση της πρόθεσης σε πράξη.
Στο ίδιο το άλμπουμ τώρα, από τα δεκαπέντε tracks που το αποτελούν μόνο τα έξι περιέχουν φωνητικά. Σολομώντεια μοιρασμένα μεταξύ Jack White και Norah Jones, αυτά τα τραγούδια αποτελούν την καρδιά του δίσκου και το στοιχείο εκείνο που τον ανασύρει από την απλή tribute αποστολή του σε κάτι συνάμα σύγχρονο και επίκαιρο. Στρατηγικά τοποθετημένα μεταξύ των περισσότερο ατμοσφαιρικών και ορχηστρικών instrumentals, επιτυγχάνουν έτσι να δώσουν εξαιρετική ροή στο σύνολο.
Όσον αφορά στον Jack White, αυτό που προσδίδει στην εξίσωση –εκτός της εύκολα αναγνωρίσιμης και ξεχωριστής φωνητικής του υφής– είναι ο ροκ χαρακτήρας που δίνει στο μοναχικό και σπαραξικάρδιο “The Rose With The Broken Neck” και μια α-λα-Stripes ένταση και γοητεία στο απειλητικά υφέρπον “Two Against One”. Στο δε “World” η υπέροχη ενορχήστρωση με τα μιλιτέρ κρουστά, τα slide αρπίσματα της κιθάρας και τα αιθέρια πλήκτρα, σε συνδυασμό με τη συμμετοχή της Cantori Moderni χορωδία, οδηγούν σε ένα αποτέλεσμα ονειρικό. Η Norah Jones, από την άλλη, διατηρεί στο έπακρο τον μη προσποιητό αισθησιασμό της, εκτονώνοντας της ένταση στα “Season's Trees” και “Black”. Στο “Problem Queen” πάλι, πετυχαίνει μια ερμηνεία με διαχρονικό αέρα, αντιπαραθέτοντας με μαεστρία τη φωνή της κόντρα στη γλυκιά κεντρική μελωδία του κομματιού.
Προϊόν αγνών προθέσεων και σκληρής δουλειάς, το Rome δύσκολα θα απογοητεύσει όποιον του δώσει τον χρόνο να ανθίσει στα ηχεία του ηχοσυστήματός του. Ακρόαση με την ακρόαση αποκαλύπτει όλο και περισσότερες απαλές πινελιές αληθινής μουσικής μαεστρίας, vintage αύρας και αυθεντικής «κινηματογραφικής» αισθητικής μιας άλλης εποχής, δένοντας όμως το τότε με το σήμερα με τρόπο ιδανικό.