Τα όπλα της, λίγα και βασικά. Μια κιθάρα και κάποια πλήκτρα, συνοδεία ενός μπασίστα κι ενός ντράμερ. Υλικό ονείρων σε κάποια χέρια, βαθύ ύπνου σε κάποια άλλα. Η φωνή της, από εκείνες των τραγουδοποιών. Που φωνή δεν τη λες ακριβώς και που σε άλλες εποχές –πριν την ποπ κουλτούρα ή έστω τις πρώτες μπλουζ ηχογραφήσεις– αμφίβολο είναι αν θα καθόταν κανείς να την ακούει να τραγουδάει για πολλή ώρα. Αυτός είναι, στα βασικά, ο κόσμος της Sarabeth Tucek από το Μαϊάμι, η οποία μας δίνει πάντως αρκετές αφορμές για να στήσουμε αυτί σε τούτο το δεύτερο άλμπουμ της.
Υπάρχουν σημεία στο Get Well Soon όπου σκέφτεσαι ότι τα πράγματα στους τίτλους θα μπορούσαν να αντιστραφούν σε ένα ενδιαφέρον λογοπαίγνιο –έτσι ώστε να έχουμε το νέο άλμπουμ του Get Well Soon ονόματι Sarabeth Tucek. Κι αυτό γιατί τους δύο κόσμους, αν και διακριτούς, τους ενώνει ένα λυρικό, ρομαντικό πνεύμα. Ομοιότητες τέλος βέβαια κάπου εδώ: κόντρα στο βαρύ ευρωπαϊκό παρελθόν που «στοιχειώνει» την τραγουδοποιία του Konstantin Gropper (όταν δεν δίνει γη και ύδωρ στην indie αισθητική, όπως την αντιλαμβάνεται), οι καταβολές της Tucek βρίσκονται στον Neil Young (πρωτίστως), στον Dylan και στον Cat Stevens, ενώ ο τρόπος με τον οποίον ερμηνεύει σε πείθει ότι (πρέπει να) έχει εντρυφήσει στα άπαντα των Carpenters και της Kristin Hersh. Στο προ τετραετίας ντεμπούτο της, οι καταβολές αυτές έδειχναν να βαραίνουν περισσότερο από την προσωπικότητά της. Αλλά στο νέο άλμπουμ η Tucek αλλάζει τις ισορροπίες. Και, έστω και στο νήμα, κερδίζει.
Στο Get Well Soon, η Sarabeth Tucek τα βάζει με τα δαιμόνιά της –πιο συγκεκριμένα, τον θάνατο του πατέρα της. Είναι βέβαια γνώριμο στοιχείο στους singer/songwriters να τα βάζουν με ό,τι τους στοιχειώνει και από μόνο του κάτι τέτοιο δεν σημαίνει –ούτε και πρέπει να σημαίνει– κάτι. Όσο καλούς στίχους κι αν γράψεις. Γιατί αν γράφεις καλούς στίχους μα δεν τα καταφέρνεις στα υπόλοιπα, καλά θα κάνεις να αφήσεις τη μουσική για την ποίηση (και πολλοί τραγουδοποιοί θα έπρεπε όντως να το κάνουν). Εκεί λοιπόν που αποκτά σημασία μια τέτοια αφορμή/αναφορά είναι στο πώς παίζεις με τις σιωπές και με τις περιστασιακές εντάσεις (ιδανικό παράδειγμα το “Things Left Behind”), στο πώς τονίζεις κάποιες λήγουσες ή τραβάς κάποια φωνήεντα, στο πώς μετατρέπεις τη φωνή σου από αφηγηματικό μουρμουρητό σε άνεμο στις ιτιές. Εκεί ακριβώς κερδίζει το στοίχημα η Tucek: στην ιδιοσυγκρασιακή και βιωματική ματιά με την οποία εκφράζεται, βάσει πάντα των προαναφερόμενων επιρροών.
Άλλοτε έτσι περισσότερο ηλεκτρική (“Wooden”, “State I Am In”, “Rising”) και άλλοτε αφοπλιστικά ακουστική (“The Fireman”, “The Doctor”), η Tucek παίρνει άριστα στην πειθώ –παρότι δεν γράφει σπουδαία μουσική ή τραγούδια. Η τραγουδοποιία της δηλαδή δεν ηχεί συναρπαστική, ούτε και θα φέρει τα πάνω-κάτω στο μελωδικό στερέωμα. Ενίοτε μάλιστα, εκεί στα πιο ακουστικά, μπορείς να πεις ότι είναι και λιγάκι επίπεδη, αναμενόμενη. Συνολικά όμως είναι όμορφη, έχει δουλευτεί σοβαρά και (πλέον) διαθέτει και προσωπικότητα, περισσότερο εμφανή βέβαια στις λεπτομέρειες των ενορχηστρώσεων και των ερμηνειών, καθώς και στον τρόπο με τον οποίον αντανακλούν τις διαθέσεις των στίχων.
Το Get Well Soon της Sarabeth Tucek δεν συστήνεται ούτε για ακροάσεις στους 36 υπό σκιά, ούτε για το παραθαλάσσιο soundtrack του ipod, ούτε σε αυτιά τα οποία θέλουν την αμερικάνικη τραγουδοποιία να διαθέτει και κάτι από country προκειμένου να τα συγκινήσει. Αν θέλετε να δείτε το παρόν άλμπουμ να ανθεί, θα πρέπει να ζείτε στην πόλη και να το αναζητήσετε είτε στη σιωπή του σούρουπου, πριν ανάψει ο πρώτος ηλεκτρικός λαμπτήρας στο δωμάτιο, είτε στα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου. Δεν ξέρω αν η ευχή για περαστικά έπιασε τόπο για την Tucek, στη δισκογραφία πάντως τη βοήθησε να φτάσει σε κάτι το αξιοπρόσεχτο.