Ποιος ο λόγος; Πραγματικά δηλαδή, ποια η ανάγκη για ένα ακόμα remix άλμπουμ των τιτανοτεράστιων Depeche Mode, μετά από εκείνη την ενδελεχή κυκλοφορία του 2004; Δύο επιπλέον δίσκοι στο έκτοτε βιογραφικό τους (Playing The Angel και Sounds Of The Universe) δεν πιστεύω πως αρκούν για να δικαιολογήσουν το εγχείρημα, όσο καλή θέληση κι αν επέδειξαν οι απανταχού remixers. Αντίθετα, ίσως το γεγονός της ολοκλήρωσης της συνεργασίας του βρετανικού γκρουπ με τη δισκογραφική μαμά-εταιρεία να ρίχνει περισσότερο φως στην κατεύθυνση της ανακάλυψης των αληθινών κινήτρων πίσω από την εν λόγω κυκλοφορία.
Όπως και να έχει, οι Depeche Mode φθάνουν στα ηχεία μας εν μέσω δυνατών beats και χορευτικής διάθεσης, ίσως μάλιστα και περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Το Remixes 2: 81-11 καταφθάνει σε δύο εκδόσεις, την κλασική μονή με 13 συνθέσεις και τη σκληροπυρηνική τριπλή με τις 37. Το πρόβλημα και με τις δύο είναι ένα και ουσιαστικό –και αφορά στην ποιότητα των περιεχόμενων remixes και στη ρηχή ματιά και προοπτική αυτών. Επίσης, δεν γίνεται να παραβλεφθεί το γεγονός πως καμία έκδοση δεν φαίνεται να περιέχει το σωστό «ζύγισμα»: ναι μεν η πρώτη φαντάζει περισσότερο περιεκτική, καταλήγει όμως ελλιπής, ενώ η δεύτερη χύνει την καρδάρα με το γάλα με την ποσοτική υπερβολή και την κουραστική επανάληψη πολλών συνθέσεων (για παράδειγμα, ακούμε τρεις διαφορές εκδοχές του “Personal Jesus”).
Πέρα λοιπόν από το θέμα της υπο- ή υπερ-προσφοράς μουσικών θεμάτων και παίρνοντας σαν βάση τη μονή (και βασική) έκδοση –η οποία και μάλλον θα προτιμηθεί από τους περισσότερους φαν– δεν γίνεται να μην επέλθει μια απογοήτευση, από την πρώτη κιόλας ακρόαση. Πληθώρα αξιόλογων ονομάτων αγγίζουν με το μαγικό τους ραβδάκι μερικά υπερκλασικά κομμάτια για να τα φιλτράρουν με τη δική τους καλλιτεχνική προσωπικότητα και να δώσουν νέα πνοή σε αυτά. Υποθετικά… Γιατί, στην πράξη, καταλήγουμε σε ανέμπνευστα χορευτικά remixes, με στόχο τα dancefloors και μόνο. Ονόματα έτσι όπως M83, UNKLE, Trentemollller και Royksopp αποτυγχάνουν πλήρως στο να συναισθανθούν τα τραγούδια των Depeche Mode και να τα οδηγήσουν –έστω και δια της club αισθητικής και καθαρής χορευτικής ματιάς– σε κάτι ανάλογο της ποιότητας του πρωτότυπου. Όταν η φαντασία τους εξαντλείται στην κατασκευή καθαρόαιμων alternative house ύμνων χωρίς την παραμικρή διάθεση για πρωτοτυπία, ο ενθουσιασμός για τον ακροατή είναι δύσκολος, όσο πιστός και φανατικός οπαδός κι αν ίσως δηλώνει.
Όπως δείχνει και το (lead single) remix των Stargate στο ταλαίπωρο “Personal Jesus”, δεν υπάρχει διάθεση από τους συμμετέχοντες για πειραματισμό. Λες και οι εξαίσιες διασκευές από Johnny Cash και Marilyn Manson ουδέποτε συνέβησαν και ανήκουν αποκλειστικά στη σφαίρα της φαντασίας... Οι UNKLE π.χ. αποτυγχάνουν να προσδώσουν στο “John The Revelator” τον γνώριμο electro-rock χαρακτήρα στον οποίον μας έχουν συνηθίσει, παρότι το συγκεκριμένο τραγούδι φαντάζει ιδανικό για κάτι τέτοιο. Η ίδια γραμμή τηρείται ευλαβικά από τη συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων, παρότι τα remixes έχουν μεταξύ τους έως και διαφορά δεκαετίας. Λίγα είναι αυτά που καταφέρνουν και ξεχωρίζουν σε αυτήν τη λογική, όπως για παράδειγμα το Tigerskin's No Sleep remix στο “In Chains”, επιβραβεύοντας όσους τόλμησαν να ακολουθήσουν ένα διαφορετικό μονοπάτι. Ενδεικτικά αναφέρω επίσης το Six Toes remix στο “Peace” με τα έγχορδα να σιγοντάρουν τα φωνητικά του David Gahan μακριά από την electro φόρμα του πρωτότυπου, καθώς και την υπόγεια, σκοτεινή ψυχεδέλεια του “Tora! Tora! Tora!” από τους Σουηδούς Karlsson και Winnberg. Όσον αφορά δε στο μεγαλύτερο ατού της τριπλής έκδοσης –τη συμμετοχή δηλαδή των παλαιών μελών του γκρουπ Alan Wilder και Vince Clarke σε δύο διαφορετικά tracks– το αποτέλεσμα δεν δικαιώνει κανέναν τους: ο πρώτος αποδομεί εσωστρεφώς το “In Chains”, ο δεύτερος απλά κλαμπάρει κι αυτός με την σειρά του, όπως τόσοι άλλοι, με το “Behind The Wheel” σαν βάση του.
Είναι δύσκολο να ρίξει κανείς το φταίξιμο για την ποιότητα των τελικών remixes του Remixes 2: 81-11 στους ίδιους τους Depeche Mode και (ίσως) κι άδικο. Ακόμα κι αν υπάρχουν ενστάσεις εκατέρωθεν από κοινό και κριτικούς για την ποιότητα των τελευταίων δουλειών τους, το υλικό τους διατηρεί πάντοτε ένα ελάχιστο ποιοτικό επίπεδο. Κι αν ειδικά του αντιπαραθέσουμε τα remixes που βρίσκουμε εδώ, το μόνο που θα πετύχουμε είναι να τονίσουμε την καταφανή διαφορά κλάσης: δεν στέκονται σε καμία περίπτωση στο ύψος της μπάντας, ούτε αποτελούν φόρο τιμής σε αυτήν. Ίσως σε μερικές περιπτώσεις να υπάρχει μάλιστα ακόμα και σφετερισμός του ονόματος των Depeche Mode, προς ίδιον όφελος κάποιων συμμετεχόντων. Όπως και να έχει, όποια έκδοση κι αν τελικά διαλέξετε να γευτείτε, μην περιμένετε την γλυκύτερη των γεύσεων...