Προκύπτει πάντα ένα ζήτημα όταν κάποιο underground κίνημα μεγεθύνεται και φτάνει στον «πολύ» κόσμο. Γενικά, συντάσσομαι με όσους βλέπουν θετικά τέτοιες εξόδους προς τη μαζικότητα. Παρότι δηλαδή η ιδιοσυγκρασία μου ρέπει γενικά προς την αντίθετη κατεύθυνση, δεν βλέπω με καλό μάτι τα κλειστά κλαμπ των μουσικών ειδημόνων, όπου ανταλλάσσονται πληροφορίες για συγκροτήματα που «δεν ξέρει κανείς», τα οποία χρίζονται σπουδαία ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν, συνήθως, δευτεράντζες. Η μουσική προχωρά όταν τεστάρει τις αντοχές της σε ευρύχωρα πεδία και όταν πετυχαίνει να αλλάξει τον χάρτη. Ωστόσο, σε κάθε τέτοια έξοδο από το underground, πληθαίνουν οι απομιμήσεις, οι δηθενίλες και το νερωμένο, σκάρτο πράγμα. Σε βαθμό πολλές φορές που να πνίγουν το αυθεντικό, λειτουργώντας ως ένα ακόμα μοδάτο γρανάζι στην υπηρεσία της πιο αδηφάγας πλευράς της μουσικής βιομηχανίας.
Μην έχετε λοιπόν καμία αμφιβολία: το γεγονός ότι το Ministry Of Sound στράφηκε προς το dubstep έχει να κάνει αποκλειστικά με τη μαζικότητα που αυτό εξέλαβε και όχι με την όρεξή του να αναδείξει κάποια πρωτοπορία –όρεξη που δεν είχε ποτέ στην επιτυχημένη ιστορία του. Γι’ αυτό και το πακετάρισμα με φληναφήματα τύπου «ψυχεδελικό, σκοτεινό και επικίνδυνο! (ναι, με θαυμαστικό)». Το θέμα βέβαια είναι το περιεχόμενο. Ως ποιον βαθμό το Ministry Of Sound θέλησε να διασυνδεθεί με καλόγουστες επιλογές, οι οποίες να διατηρούν καλλιτεχνικά κίνητρα ακόμα κι αν κλίνουν προς το mainstream της βρετανικής κλαμπ διασκέδασης;
Ως «καπετάνιος», ο Joe Muggs έθεσε την εξής ρότα για το διπλής διάρκειας ταξίδι της συλλογής: την ήθελε να διαθέτει και μια εσάνς αυθεντικότητας, αλλά ήθελε να πιάσει και τις πιο μοδάτες τάσεις –γι’ αυτό και, συγκριτικά με το vol. 1, εδώ θα βρείτε αισθητά μεγαλύτερες δόσεις από grime. Θέλει επίσης να ιχνηλατήσει τους νέους ορίζοντες του dubstep: και όπως τους οριοθετούν οι πειραματισμοί με διαφορετικά μουσικά στιλ (1980s electro, house, UK garage και δεν συμμαζεύεται), αλλά και όπως τους εκπροσωπούν καλλιτέχνες προερχόμενοι εκτός Βρετανίας –γι’ αυτό και οι επιλογές από π.χ. Εσθονία, Ιαπωνία, Καναδά. Θεωρητικά, το πλάνο δείχνει σωστό και αρκούντως πολυσυλλεκτικό. Πρακτικά ωστόσο, ο Joe Muggs οδηγεί το Adventures In Dubstep And Beyond Vol. 2 σε ζώνες αδιαμφισβήτητα γκρίζες, ενώ βρίσκει μάλιστα και σε μερικά ύφαλα. Αν κάτι τον σώζει είναι η διάθεση που ενίοτε επιδεικνύει για αρμενίσματα στα ανοιχτά, εκεί δηλαδή όπου ανήκει το dubstep.
Ας πιάσουμε λοιπόν έναν προς έναν τους στόχους του Muggs. Το «γνήσιο» πράγμα γενικά απογοητεύει: δεδομένα πράγματα άκουσα στο “Electro Bashment” του Chefal AKA DJ Chef, καλύτερα –αλλά όχι σπουδαία– αποτελέσματα από Hatcha (“Dark Claps”), βαρετά τρικ από τον πρωτοπόρο των ζωντανών ηλεκτρονικών Geiom (“Heat Sync”). Οι grime δόσεις πάλι δεν απέδωσαν σχεδόν πουθενά: ναι μεν ενδιαφέρον το Asa & Khan remix στο “Side Effect” του Royal T, όχι όμως και το “Panda Pop” από J. Beatz & Mr. Mitch ή το προβαλλόμενο ως κάτι ιδιαίτερο “My Thing” (από τη συνεργασία Marger και Sibling). Οι επιλεγμένες τώρα «ζυμώσεις» του dubstep με άλλα πράγματα μάλλον αδιέξοδα κατέδειξαν, παρά ένα παλλόμενο από ζωντάνια παρόν ικανό να μεταμορφώσει δραστικά τον μουσικό χάρτη. Παράδειγμα πρώτο: η ρετρό soul του Omar δεν υπήρξε παρά άλλοθι για εκνευριστική φασαρία στο “Special (Chimpo Dub mix)” του Maddslinky, ενώ το αποτέλεσμα του “Will You Ever Know” των Jak-A-Tron είναι αναλόγως κακό. Παράδειγμα δεύτερο: σε 1.54 το “Hyperthrust” δεν προλαβαίνει να σε πείσει για το σκεπτικό του Σκωτσέζου Rustie, ενώ η φιλόδοξη αναμέτρηση με το βιομηχανικό doom, όπως εκπροσωπείται από το Joel Hamilton & Submerged remix στο “Descend Destroy” των Blood Of Heroes, είναι βαρετή. Παράδειγμα τρίτο: η μεταπήδηση του Zed Bias από την UK garage αισθητική στο dubstep (“Hero Style Licks”) ακούγεται αναντίρρητα φροντισμένη, δεν προδίδει όμως καμία ουσιαστική επαφή με το ιδίωμα –και το ίδιο θα έλεγα και για το “What It’s Not” από τους Kuma & Juakali. Τέλος, η «διεθνής σκηνή» δεν δικαιολόγησε την παρουσία της: κυρίως απαρτίζεται από παραγωγούς που πασχίζουν να τιθασεύσουν όσα τους έρχονται από Βρετανία μεριά: τσεκάρετε π.χ. τις ατμόσφαιρες των φιλότιμων κατά τα άλλα Εσθονών Lostlogic & Bisweed στο “The Overworld”.
Τι απομένει; Η dubstep αισθητική, αυτή που εκτιμήσαμε ως την τελευταία ιστορική απόπειρα της Μουσικής να αντλήσει έμπνευση από το αέναα μεταβαλλόμενο αστικό πεδίο της Τεχνολογικής Επανάστασης, ζει και αναπνέει σε κομμάτια για τα οποία ο Muggs δεν κάνει σχόλια στο συνοδευτικό του κειμενάκι. Δεν πιστεύω βέβαια ότι τα επέλεξε τυχαία, οπωσδήποτε πάντως σε μια Ministry Of Sound συλλογή έδωσε έμφαση σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Το ζουμί, όπως και να ’χει, βρίσκεται στον τρόπο που το “Indelible” των Modepth φιλτράρει το γκρίζο σούρουπο της μεγαλούπολης, στο ντελικάτο “Hitman’s Anthem” από Lunice, στο remix των Ghost On Tape στο “Wishful Talk” της Subeena, στο “Blow My Mind” του Gymnaam ή στο Terror Danjah’s Gully Goon Estate remix στο “Gully Brook Lane” του Joker.
Αξιόλογες στιγμές λοιπόν υπάρχουν στο Adventures In Dubstep And Beyond: παρότι ο γενικότερος προσανατολισμός της συλλογής είναι επιφανειακός –να πιάσει το dubstep πνεύμα στο άνοιγμά του προς το εύκολο και το εφήμερο– κατά τόπους σημεία αναδεικνύονται ικανά να φωτίσουν επαρκώς την υπόθεση, δίνοντας στον αδαή που γνώρισε μεν το dubstep σε ένα μεγάλο κλαμπ αλλά έχει μυαλό να καταλάβει και πέντε πράγματα, ότι υπάρχει βάθος στην υπόθεση. Δεκτό και το μετράω στην τελική αξιολόγησή μου. Ωστόσο θα την πω την αμαρτία μου: αν περιμένεις να μάθεις το dubstep σου από το Ministry Of Sound θα μείνεις για πάντα νυχτωμένος...