Μεταλλικό hardcore διατείνονται πως παίζουν οι Καλιφορνέζοι Warriors και δεν βρίσκω κανέναν λόγο να τους αμφισβητήσω. Ειδικά όταν μετά το πέρας και του τριακοστού τρίτου –και τελευταίου– λεπτού του See How You Are, μένω με την εντύπωση ότι ελάχιστα πράγματα γίνονται έξω από αυτό, ελάχιστες συντεταγμένες προστίθενται στην πορεία, πέραν όσων προδήλως περιγράφονται στον όρο metalcore.
Αν και δεν δηλώνω γνώστης (πόσο μάλλον φαν) της πορείας του, το κουιντέτο φροντίζει να οριοθετήσει σαφώς το γήπεδο στο οποίο παίζει μπάλα. Και το κάνει μάλιστα με το καλημέρα, ήτοι με το δίλεπτο ομώνυμο track που ανοίγει το άλμπουμ. Εκλύοντας μια εξαιρετικής πυκνότητας ενέργεια, η οποία προλαβαίνει να συσσωρευτεί στο μισό μόλις λεπτό της βομβοειδούς εισαγωγής που το προλογίζει, το “See How You Are” μας βάζει κατευθείαν στο ψητό: αργοί, σπασμωδικού κοπανήματος ρυθμοί, βαριές κιθάρες και κραυγάζοντα φωνητικά αποτελούν τα βασικά δομικά υλικά της μπάντας.
Μόλις τούτο γίνει αντιληπτό (και αρκούντως ικανοποιητικό στην παρούσα συγκυρία) κι ενώ ακόμα η ένταση βρίσκεται στο αποκορύφωμά της, ένα έξυπνο, πενταπλό και απότομο κόψιμο μας πηγαίνει δίχως διακοπή στο “War Unseen”, με το οποίο ολοκληρώνεται η πιο σφιχτοδεμένη και μάλλον ανώτερη –τόσο συνθετικά όσο και ποιοτικά– δυάδα του δίσκου. Στο τραγούδι, μάλιστα, αναδύονται ανά στιγμές κάτι κελαριστές κιθάρες, οι οποίες φέρνουν στο μπρουταλιτέ hardcore των Αμερικανών μια υποψία από hard rock ή έστω από ένα πιο μελωδικό metal, ανοίγοντας λιγάκι τα συνθετικά όρια. Άνοιγμα, όμως, που αποδεικνύεται παροδικό, αφού στο επόμενο “Seize The Fire” επανέρχονται αυστηρώς στα όρια του υβριδίου τους, έστω κι αν το φέρνουν κοντύτερα σε μία από τις γενεσιουργούς του δυνάμεις –τους Rage Against The Machine– ως μία επίκληση στην αυθεντία τους. Αν σε αυτά προσθέσει κανείς το αξιόλογο sludge του τελευταίου διλέπτου στο “Here We Go Again”, τη δραματικότητα που μπαίνει στα αργόσυρτα μεταλλικά σημεία του “Panic” (στο οποίο συμμετέχει κι ο Winston McCall του συγγενούς ηχητικά συγκροτήματος των Parkway Drive) και τις πανκ καταβολές του “Subirse El Muerto”, μάλλον θα έχει μία σχετικά πλήρη εικόνα για το ποιόν του See How We Are των Warriors.
Ακόμα όμως κι αν έχει τις στιγμές της, τούτη η τέταρτη δουλειά των Καλιφορνέζων νομίζω πως δυσκολεύεται να πείσει όποιον δεν ανήκει στον σκληρό πυρήνα του συγκεκριμένου ιδιώματος. Μου φαίνεται αρτηριοσκληρωτικός ο δίσκος και δεν αναφέρομαι μόνο στην ελαχιστοποίηση των εξωτερικών ερεθισμάτων. Ακόμα και όταν –ως συνήθως– εμμένουν στη δική τους οπτική περί metalcore, υπάρχουν φορές που φαίνεται ότι οι Warriors συνθέτουν με τυποποιημένες (ίσως και λιγάκι στερεοτυπικές) μεθόδους, δίχως πολύ φαντασία. Πάρτε παράδειγμα τα τύμπανα του Roger Camero, τα οποία σε ελάχιστες περιστάσεις ακούγονται ως κάτι παραπάνω από ένας απλός ρυθμικός οδηγός, δείχνοντας πολλές φορές έλλειμμα φαντασίας και προσωπικότητας ή τη γενικότερη εμμονή τους σε μία στατικότητα, στην οποία –συνήθως– δεν επενδύονται αρκετά ώστε να γίνει εποικοδομητική. Τα φωνητικά, επίσης, του Marshall Lichtenwaldt έχω την αίσθηση ότι εντείνουν την γενικότερη μονοτονία, διατηρώντας το ίδιο αγριεμένο πλασάρισμα καθ’ όλη τη διάρκεια. Κι αν μου πείτε: «hardcore παίζουν ρε φίλε, τι θες να τραγουδάει, όπερα;» ή κάτι παρόμοιο, ο νους μου, ως απάντηση, πηγαίνει αυτομάτως σε αρκετές μπάντες –με προεξέχοντες τους μάστορες Refused, όπου η αγριάδα είχε ποικίλες διακυμάνσεις, ακριβώς γιατί η επιθετικότητα λειτουργούσε ως στοιχείο έντασης και όχι ως μία μανιέρα αυτοεπιβεβαίωσης.
Οι Warriors δεν έχουν λοιπόν τέτοιες διακυμάνσεις, ούτε και τη φαντασία για να υπερβούν μια τέτοια έλλειψη. Ό,τι έχουν να πουν, στο λένε με συνοπτικές διαδικασίες. Από εκεί και πέρα, αρχίζουν οι επαναλήψεις, οι επικαλύψεις και –ίσως για πολυσυλλεκτικό άλλοθι, ίσως για να μην βαρεθούν και οι ίδιοι– σου πετάνε κάπου στην πορεία δυο σλατζιές και μια πανκιά για να ταρακουνήσουν λίγο τα λιμνάζοντα ύδατα. Κοινώς, σου σκάνε ένα τριαντάλεπτο (και κάτι) άγριο, αλλά επίπεδο και προβλέψιμο ηχητικό κατασκεύασμα με το ενδιαφέρον, όσο περνάει η ώρα να μειώνεται, μέχρι να φτάσει σε αρνητικό πρόσημο. Κρίμα, γιατί αν το See How You Are ήταν EP με τρία-τέσσερα κομμάτια θα ήταν μια χαρά. Δυστυχώς δεν είναι. Ούτε EP, ούτε μια χαρά…