Τρεις πόλοι έλξης. Τρεις πυλώνες έκφρασης. Τρίτη δισκογραφική προσπάθεια εκ μέρους των Αυστραλών Sick Puppies (παρεπιμπτόντως, τραγικά ανέμπνευστο όνομα). Με μνημειώδη καθυστέρηση φτάνει λοιπόν και στη χώρα μας τούτη εδώ η κυκλοφορία του 2009, με σκοπό να προσηλυτίσει όλους εκείνους τους ακροατές που βάζουν και λίγο «ροκ» στη μουσική τους δίαιτα. Στον σκοπό τους αυτόν οι Sick Puppies τα καταφέρνουν περίφημα. Μόνο που ξέχασαν να συμπεριλάβουν στην εξίσωση και λίγη από τη δική τους προσωπικότητα. Ένα κάποιο δικό τους στίγμα, τη δική τους διαφορετική ματιά... Κάτι που να τους χαρακτηρίζει και να τους ξεχωρίζει από τον σωρό.
Λεπτομέρειες, ίσως μου πείτε... Για ποιον λόγο να μπουν σε μια τέτοια διαδικασία οι Shimon Moore, Emma Anzai & Mark Goodwin όταν μπορούν κάλλιστα να ενδύονται τη Silverchair ενδυμασία τους με μια σύγχρονης αισθητικής μεταλλίζουσα παραγωγή και να έχουν, τόσο μα τόσο απλά, μια αξιοπρεπέστατη πορεία στα αυστραλιανά charts; Άλλωστε η εικόνα και μόνο της Anzai στο μπάσο αρκεί για να πουλήσει τη μπάντα στο αντρικό νεανικό indie κοινό. Όχι πως ο θλιμμένος, ωραίος και μοιραίος Moore πάει πίσω, αντίστοιχα φυσικά. Καλλιτεχνική ανησυχία είπατε; Ανάγκη για διαφοροποίηση; Τέτοια πράγματα λάμπουν δια της απουσίας τους στο Tri Polar των Sick Puppies.
Ουσιαστικά η εντύπωση που δίνουν οι Αυστραλοί είναι πως ενυπάρχουν και λειτουργούν εν μέσω ενός δημιουργικού σχίσματος επιτηδευμένης επιθετικής και τραχιάς απόδοσης, από τη μία πλευρά, και ανάγκης για αποδοχή και εναγκαλισμό από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, από την άλλη. Δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά η εντυπωσιακή μεταστροφή διάθεσης η οποία παρατηρείται μεταξύ των κομματιών του άλμπουμ. Η άνεση με την οποία το τρίο περνάει από τη μελιστάλαχτη –και προορισμένη για εύκολη κατανάλωση– εναλλακτική μπαλάντα τύπου “All The Same” και “Maybe” στη γεμάτη μίσος και οργή νεο-μεταλλική κακοφωνία των “I Hate You” και “War” δεν διαθέτει προηγούμενο ως απόδειξη αδυναμίας στόχευσης σε ένα συγκεκριμένο και ολοκληρωμένο ύφος, το οποίο να διατρέχει το Tri Polar από τις εναρκτήριες νότες έως το coda του.
Άκομψος συμβιβασμός με εταιρικές οδηγίες προς δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών για την τελική εμπορική εκμετάλλευση του δίσκου/προϊόντος; Όποιος και να είναι ο λόγος και η αιτία, το αποτέλεσμα προκύπτει ως ένα κατακερματισμένο σύνολο διάρκειας σαράντα και κάτι λεπτών, χωρίς χαρακτήρα και με έναν παρεξηγήσιμο αχταρμά επιρροών, που εμπεριέχει emo ευαισθησίες σε nu-metal περίβλημα και 1990s alternative radio rock της κακιάς ώρας. Αρχής γενομένης με το πέμπτο στη σειρά τραγούδι –ονόματι “You're Going Down”– κι ενώ το αυτί έχει βαλτώσει στη mid-tempo αδιαφορία, η μπάντα μετέρχεται την απόλυτη μετάλλαξη, απελευθερώνοντας τους Staind που έχει καλά κρυμμένους μέσα της. Έως και το τέλος του δίσκου, αυτή η διπολική αισθητική δίνει και παίρνει με αποτελέσματα ενίοτε ανεκτά, τοποθετώντας όμως με σαφήνεια το όλο εγχείρημα ένα σκαλί πιο κάτω από τη βαθμολογική βάση.
Είναι σε τελική ανάλυση ανεπιτυχής και στις δύο της πτυχές η προσπάθεια των Άρρωστων Κουταβιών να εμπλέξουν τον ακροατή σε μια πιο προσωπική σχέση μαζί τους διαμέσου του Tri Polar. Είτε παρουσιάζονται περισσότερο ραδιοφωνικοί, είτε φλερτάρουν με το σκληροπυρηνικό τους άλλο άκρο, είτε χάνονται κάπου ενδιάμεσα, δεν κατορθώνουν να πείσουν: αποτελούν απλούς μιμητές οιασδήποτε εκδοχής επιλέγουν να υποδυθούν τον κοινωνό. Τουλάχιστον το “War” αποτέλεσε αντάξιο soundtrack του επιτυχημένου ηλεκτρονικού παιχνιδιού Street Fighter IV. Κάτι είναι κι αυτό...