O John Digweed είναι από εκείνους τους bigger-than-life DJs που κάποια στιγμή, τότε στα 1990s, αξίωσαν κάτι από την αίγλη των ποπ σταρ. Για μια δεκαετία (1998-2008) συγκαταλεγόταν στους «10 καλύτερους DJs του κόσμου» στις –αμφιλεγόμενες, ωστόσο– σχετικές λίστες του περιοδικού DJ Mag. Ζενίθ το 2001, όταν και χτύπησε την πρωτιά, ναδίρ όμως πέρυσι, όταν το όνομά του ίσα που μπήκε στην 30άδα (#29).
Εμένα να μου επιτρέψετε να τηρώ τις αποστάσεις μου από το φαινόμενο της θεοποίησης των DJs. Πάντα μου φαινόταν παράλογο, είναι σαν να μετράς τον δισκοπώλη σου παραπάνω από τη μουσική που σου πουλάει –και, διάολε, είναι θέμα ιεραρχίας, όσο καλή μουσική κι αν σου πασάρει. Ωστόσο, ο Digweed δεν βρέθηκε –ως DJ– εκεί ψηλά χωρίς λόγο. Δεν του δίνω credit για το νούμερο 20 της Fabric σειράς, όπως κάποιοι, καθώς το είδα ως μια αδιάφορη άσκηση ισορροπίας. Του δίνω όμως credit για εκείνο το απαράμιλλο σετ του στο Cavo Paradiso το 2001: 02.30-15.30 (της επόμενης μέρας) έγραψε το κοντέρ, με τον ίδιο να καταλήγει σε μακροβούτι στην πισίνα αφού πέρασε το ενθουσιώδες κοινό από deep house σε prog trance και τέλος σε New Order και indie dance ήχους made-in-England. Στρατοσφαιρικό σετ, όπως σχολίασε και ο Βασίλης ο Σεβδαλής.
Και τώρα, εν έτει 2011; Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις; Όχι ακριβώς. Ναι, ο Digweed προσπαθεί πλέον να μας πείσει περισσότερο για το γούστο του στη μουσική και τις ικανότητές του ως εταιρειάρχης, παρά να λάμψει ως DJ. Από αυτό άλλωστε το πόστο μας σερβίρει το θηριώδες Structures Two (σίκουελ του περσινού Structures). Ούτε ένα, ούτε δύο μα τρία CD περιέχει η συλλογή: στο πρώτο ακούμε πειραγμένες/ρεμιξαρισμένες εκλογές από τον κατάλογο της Bedrock, στο δεύτερο ένα ζωντανό σετ του από το κλαμπ Avalon του Λος Άντζελες (τον Μάρτιο που μας πέρασε) και στο τρίτο ξαναγυρνάμε στον ήχο της Bedrock, με μια λογική προσανατολισμένη στους DJ φίλους του label –unmixed club versions, τα είπε όλα το αφεντικό σε τρεις μόλις λέξεις.
Ωραία, και; Το πρώτο CD είναι ένα μαξιλαράκι για τις κουρασμένες αισθήσεις. Ακουμπάς πάνω του και χαλαρώνεις, αδειάζεις το μυαλό σου. Είναι σχεδιασμένο ως καταπραϋντικό και την κάνει μια χαρά τη δουλειά του. Ξεκινάει φτιάχνοντας την πρέπουσα ατμόσφαιρα με ένα remix του Tom Middleton στο “Easy As Can Be” του Guy J, σου δίνει και μια νότα από Ελλάδα με ένα ambient remix στο “I Burn Like” του Στέλιου Βασιλούδη με τα soulful, μελωμένα φωνητικά του Darren Murray, πετυχαίνει μυϊκό και εγκεφαλικό ριλάξ στο “In Your Boat” του Quivver, συγκρατημένη ανάταση έπειτα με “Lamur” (πάλι ρεμιξαρισμένος Guy J) και “Aurora Borealis” (του Ian O’ Donovan), προτού κινδυνέψεις να χαθείς στον ημιλήθαργο –από όπου σε ανασύρει τελικά το φως των 2 εκατομμυρίων ήλιων του King Unique (σε remix από KU Heat) και το παιχνιδιάρικο “Beaming” του Marco Bailley, νταουντεμπαρισμένο. Job’s done, που λένε και στο Αμέρικα, για ιδιαίτερες, μοναδικές συγκινήσεις ωστόσο ούτε λόγος.
Και μιας και λέμε για Αμέρικα, στο Avalon του Ελ Έι, όπου μας πάει το δεύτερο CD του Structures Two, ο John Digweed έπρεπε να ιδρώσει για να αποδείξει τι ψάρια πιάνει. Δεν είναι σαν το Twilo της Νέας Υόρκης, όπου ο κόσμος πάει να δει εκείνον –εδώ μιλάμε για το επίκεντρο της κλαμπ νυχτερινής ζωής της πόλης των Αγγέλων: ο κόσμος βγαίνει για να περάσει καλά και αν δεν πιάσεις τον παλμό μπορεί να φύγεις και όσο διαρκεί η νύχτα, ακόμα κι αν λογιέσαι για βεντέτα. Ο Digweed κάνει λοιπόν μια ατμοσφαιρική εισαγωγή αλλά σε βάζει στο κόλπο ήδη από τη δεύτερη επιλογή του –ένα ολόφρεσκο remix από Distortion στο “Driven” του Estroe. Και μετά παίζει συγκρατημένη επίθεση: φυλάει τα νώτα του με επιλογές τύπου “Finally Mine” (από H.O.S.H., σε Gorge remix) που αρέσουν διαχρονικά στο αμερικάνικο κοινό, αλλά τους πετάει και Ellen Allien (“Searching” σε Shonky remix) και Marc Romboy με Stephan Bodzin (“Telesto”, σε Martin Buttrich remix), ακόμα και Timo Maas (“Kick1 Kick3”, σε Maetrik remix). Δεκτό –δεν το έπαιξε εκ του ασφαλούς. Εγώ πάντως βαρέθηκα: αυτό το tech house με τα progressive αγγίγματα μπορεί να είναι άκρως λειτουργικό στο πλαίσιο ενός κλαμπ, όμως, αισθητικά μιλώντας, μόνο σε δυο-τρία σημεία μπορεί κανείς να σταθεί.
Το τρίτο CD ξεκινά με μια μικρή επίδειξη δύναμης: το “Bilder” κρατάει με τις εναλλαγές του το ενδιαφέρον και στα εννιά λεπτά της διάρκειάς του και, παρότι το ακούμε σε remix του King Unique, πρόκειται για κομμάτι του αφεντικού της Bedrock –σε συνεργασία με τον Nick Muir. Από εκεί και πέρα, όμως, επιβεβαιώνει τους εξ’ αρχής φόβους (μου): περιέχει μουσική η οποία θα εκτιμηθεί από επαγγελματίες DJs και από θαμώνες συγκεκριμένων κλαμπ (ευρωπαϊκών κυρίως). Μπορεί να εκφράζει την αισθητική και τον ήχο της Bedrock, καμία αντίρρηση, στην κριτική αποτίμηση ωστόσο πρέπει να επισημανθεί ο φορμαλισμός των εξάρσεων του “Come On” του Tom Hades, η μονοκόμματη φλυαρία του “Follow” του Paneoh ή του “Parallax” του Oliver Lieb και το αναμενόμενο της rework προσέγγισης του Ryan Davis (“Tiger Forest”) –όπως και η εν γένει απουσία πρότασης, ένεκα μιας υπέρμετρης προσήλωσης στα τεχνικά μέρη μιας άρτιας παραγωγής και ηχογράφησης.
Συνοψίζοντας την εντύπωση των τριών CD του Structures Two, σημειώνεις ότι πρόκειται για μια σοβαρή δουλειά, με σκεπτικό και επιμέλεια που την απομακρύνουν μίλια από τη συνήθη λογική των ηλεκτρονικών καλοκαιρινών συλλογών –αυτή δηλαδή της αρπαχτής με αφορμή πότε τα ηλιοβασιλέματα, πότε την ανάγκη των λουόμενων για lounge φόντο στον καφέ τους και πότε τις απαιτήσεις των beach bar για παχουλά, μαζικά beats. Δυστυχώς όμως για τον John Digweed σημειώνεις και την αδυναμία –τόσο τη δική του, όσο και της Bedrock– να προτείνει μουσική με βάθος και διαχρονική αξία, η οποία θα είναι ικανή να επιβιώσει της συνθήκης «αξιοπρεπής progressive house διασκέδαση σε μεγάλο κλαμπ». Σποραδικά υπάρχουν στιγμές με ενδιαφέρον, δεν το συζητώ, συνολικά ωστόσο μένεις με την εντύπωση μιας συλλογής που θα κρατήσεις μεν στη δισκοθήκη σου μα δύσκολα θα της ξαναδώσεις μεγάλη σημασία.