Οι Easy Star All-Stars έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν τα φόντα να ανταποκριθούν στην καλλιτεχνική πρόκληση που θέτει η (αμφιλεγόμενη ίσως) πρακτική των δίσκων με διασκευές. Τόσο στο Dub Side Of The Moon (reggae μεταφορά του Dark Side Of The Moon των Floyd), όσο και στο Radiodread (διασκευή του Ok Computer των Radiohead), δεν προσάρμοσαν απλώς τη reggae στην πρώτη ύλη, μα εξέφρασαν κι μία σεβαστή άποψη για την τέχνη τους, έστω και μέσα από αυτήν τη δευτερογενή δημιουργική διαδικασία.
Τι γίνεται όμως τώρα που, έπειτα από τρεις δίσκους με διασκευές (στην πορεία είχε προστεθεί κι αυτή του Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band των Beatles), έφτασε η ώρα να δοκιμάσουν τις δικές τους δυνάμεις, να θέσουν μια αυτόφωτη δουλειά τους στην κρίση του ακροατηρίου τους –το οποίο, ελέω της θέρμης που ακόμη εκλύει το διασκευασμένο υλικό, έχει ξεπεράσει τα αριθμητικά όρια της reggae κοινότητας; Μην έχοντας πλέον τη συνδρομή δύο αξιόλογων συνεργατών, του Victor “Ticklah” Axelrod (συνδημιουργός εκλεκτικών σχημάτων όπως οι Antibalas Afrobeat Orchestra και οι Dap Kings της Sharon Jones) και του γνωστού στη νεώτερη ska σκηνή Victor Rice, το βάρος πέφτει σχεδόν αποκλειστικά στους ώμους του (ούτως ή άλλως) φυσικού ηγέτη της κολεκτίβας, του Michael Goldwasser. Και το αποτέλεσμα δεν φαίνεται να τον δικαιώνει, παρά μόνον εν μέρει και εν μέσω πολλών αστερίσκων…
Το κυριότερο μειονέκτημά του First Light είναι ότι οι Easy Star All-Stars δυσκολεύονται να υπερβούν τα εσκαμμένα και τη στερεοτυπική αντίληψη που έχει επικρατήσει για τη reggae. Ωραίες οι λιακάδες, η χαλαρή ατμόσφαιρα, τα γενικόλογα κελεύσματα για αγάπη και οι υπόγειες –και σχεδόν politically correct– αναφορές στη ganja, οι οποίες συνιστούν αυτού του είδους την προσέγγιση, η reggae όμως αφορά σαφώς και σε μία πνευματικότητα, η οποία δεν κάνει παρά μόνο ένα ξώφαλτσο πέρασμα από το First Light. Και δίχως αυτήν την πνευματικότητα, παύει να αποτελεί έκφραση μιας ανήσυχης και πασιφιστικής στάσης ζωής: κολλάει μόνο στο player κάποιου beach bar και χάνει έτσι μπόλικη από την ουσία της.
Η μουσική των Easy Star All-Stars, λοιπόν, παίρνει βασικά χαρακτηριστικά από τις διάφορες μορφές που έχει εμπνεύσει η reggae (από τη roots και το dub ως το dancehall) και συνδυάζεται με στερεοτυπικές λεκτικές αποκρίσεις, οι οποίες δημιουργούν έναν ακίνδυνο καλοκαιρινό χυλό. Όπως, λόγου χάρη, στο “Reggae Pension”, όπου αναφέρεται το δίστιχο: «play conscious music/your worries we’ll be gone», λες κι η χρησιμότητα της «συνειδητοποιημένης» μουσικής είναι να σου σβήνει τις ανησυχίες και όχι να σου τις δημιουργεί... Κάτι τέτοιο όμως απεικονίζει την ξεκάθαρη στόχευση του First Light: μουσική για διασκέδαση, η οποία στην καλύτερη μπορεί να σου προσφέρει μία χαρούμενη διαφυγή σε ένα ανέφελο εικονικό σύμπαν ή έστω ένα ωριαίο soundtrack θερινής ραστώνης.
Πέρα πάντως από αυτό, αν υποθέσουμε ότι συμβιβάζεσαι με την ιδέα ότι η διασκέδαση είναι θεμιτή ως μοναδική στόχευση μιας μουσικής και ότι η διαδικασία εξεύρεσης νοήματος μπορεί να αρχίζει και να σταματά εκεί, στο First Light υπάρχουν κάποιες αξιόλογες συνθέσεις. Όπως σίγουρα είναι το “Easy Now Star”, όπου η λεκτική εισαγωγή της Lady Ann παραπέμπει μεν στο dancehall, η συνέχεια όμως ανήκει στη roots reggae ή σε όσα θραύσματα από αυτήν καταφέρνει να ανασύρει το τζαμαϊκανό φωνητικό τρίο των Meditations. Ή το “One Likkle Draw”, το οποίο προσθέτει μία σαφέστατη ποπ χροιά στο dancehall. Ενδιαφέρουσα είναι και η επιχειρούμενη σύνδεση μεταξύ reggae και soul, όπως αυτή πραγματοποιείται στο “Universal Law” και σε μία πιο ρυθμική εκδοχή στο “In The Light”.
Όπως και να το δεις όμως, το First Light των Easy Star All-Stars δεν διαπρέπει. Μπορεί να περιέχει κάποιες καλές συνθέσεις, ωστόσο σαν σύνολο δεν προσφέρει κάτι πέρα από ένα απλώς ευχάριστο ηχητικό υπόβαθρο. Επιπλέον, μπορώ να σκεφτώ πολλούς δίσκους οι οποίοι, εμμένοντας κι εκείνοι στη μελωδικότητα της reggae, οδηγούνται σε σαφώς καλύτερα και –κυρίως– αυθεντικότερα αποτελέσματα. Όπως, για παράδειγμα, το προπέρσινο Contagious του Tarrus Riley (για να μην αναφερθώ σε παλαιότερους και σαφέστατα θρυλικότερους δίσκους).
Διαπιστώνω ακόμη –αν και με κάποια ανησυχία– ότι οι ίδιοι οι Easy Star All-Stars υπήρξαν αισθητά καλύτεροι όταν μετέφραζαν στη reggae διάλεκτο δίσκους-ορόσημα της ποπ/ροκ κληρονομιάς, ίσως διότι η εντελώς διαφορετικής υφής πρώτη ύλη που είχαν να διαχειριστούν τους απομάκρυνε από τα εύκολα κλισέ. Αλλά στο First Light μένουν πεισματικά στην επιφάνεια και, ανακυκλώνοντας αρκετά από τα στερεότυπα με τα οποία έχει περιβάλλει η ποπ κουλτούρα την reggae, δεν καταφέρνουν να εκφράσουν μια αξιόπιστη θέση για την τέχνη τους. Και καλώς ή κακώς, όταν δηλώνεις ευθαρσώς θιασώτης αυτών των στερεοτύπων, η μετριότητα είναι το ταβάνι σου…