Και να που ο Amos Lee, ο άνθρωπος που τα έχει όλα και βολεύει, έφτασε στην κορυφή των αμερικάνικων charts με τον τέταρτο δίσκο του. Ο τριαντάρης Lee μαζεύει πάνω στην εικόνα του όλα τα φυσικά χαρακτηριστικά που μπορούν να τον βοηθήσουν να γίνει αποδεκτός από τους πάντες στις Ηνωμένες Πολιτείες: είναι ψιλοάσπρος ή ψιλομαύρος, έχει εξίσου απροσδιόριστης φυλετικής προέλευσης χροιά στη φωνή του και τραγούδια ανυπόφορα easy listening, στις παρυφές της jazz και της folk. Με το κατάλληλο σπρώξιμο μπορείς να φτάσεις πολύ ψηλά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ειδικά αν καταφέρνεις να υπερασπιστείς το πολυσυλλεκτικό προφίλ σου και να γίνεις αγαπητός.

Αρκετά όμως με τις εξωτερικής υφής αναλύσεις του Amos Lee. Τα τραγούδια του στο Mission Bell είναι ουσιαστικά αυτά που πρεσβεύουν τη σημερινή εικόνα της Blue Note. Όλα άλλωστε τα ηχογραφήματα της εταιρείας βασίζονται πάνω στον υπέρμετρο φωτισμό της φωνής του (εκάστοτε) καλλιτέχνη. Και η Norah Jones, για παράδειγμα, αυτό το ατού έχει: είναι όμορφη στη φωνή και στο παρουσιαστικό. Όλα τα άλλα μπαίνουν πιο πίσω, και τα όργανα και τελικά τα τραγούδια. Στην περίπτωση του Lee όμως είναι ελαφρώς άδικο.

Και εξηγούμαι ευθύς αμέσως. Ο Joey Burns των Calexico έχει αναλάβει την παραγωγή στο Mission Bell και έχει προσδώσει στον ήχο κάτι από τη σκόνη της ερήμου των νότιων πολιτειών και τις κλαίουσες, μακρόσυρτες κιθάρες της αμερικάνικης επαρχίας. Το αποτέλεσμα είναι σε πρώτη φάση ενδιαφέρον, αν και λείπει η απαιτούμενη δυναμική. Τα τραγούδια είναι τόσο άνευρα, ώστε μερικές φορές απορείς αν κάπου προσπέρασες ως ακροατής την αναγκαία συναισθηματική συνθήκη. Στην πολλαπλή ακρόαση το Mission Bell διαθέτει μερικές φωτεινές στιγμές, στο σύνολό του όμως μοιάζει με τραγούδι 51 λεπτών και 26 δευτερολέπτων –όσο και η διάρκεια δηλαδή όλου του δίσκου.

Κάπου ανάμεσα στα ίδια και τα ίδια ξεπροβάλλει το “Jesus”, προφανέστατα πιο «μαύρο» από το υπόλοιπο σύνολο, πιο soul και πιο μελαγχολικό. Δεν αρκεί όμως για να ξεμπλέξει τον Amos Lee από τη σπειροειδή ανία η οποία διακατέχει όλο το Mission Bell. Το “Hello Again” είναι ηθελημένα καταδικασμένο να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης κάποια πλαστικής playlist. Ούτε τα ιερά τέρατα Lucinda Williams και Willie Nelson δεν μοιάζουν αρκετά: είναι αφενός εξαίσιες φωνητικές και ερμηνευτικές δυνάμεις, αλλά βαλτώνουν στο προφανές: στην αδυναμία των μελωδιών.

Το Mission Bell είναι λοιπόν ένας δίσκος αναζήτησης κοινών κωδίκων. Δυστυχώς όμως πέφτει φαρδιά-πλατιά στην παγίδα. Ο Amos Lee δεν λέει να εγκαταλείψει την αστική (με τη χωρική έννοια του όρου) προέλευσή του, παρά τις έντιμες προσπάθειες του Burns και των υπολοίπων καλεσμένων. Και το συνολικό αποτέλεσμα καταντάει έτσι γλυκανάλατο και επιτηδευμένο. Αν θέλετε να μείνετε στην απαλή εκδοχή των απλά ταλαντούχων καλλιτεχνών, επιλέξτε το. Σε αντίθετη περίπτωση τα βρώμικα άσματα της αμερικάνικης υπαιθρίου είναι απολύτως απελευθερωτικά.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured