Έννοιες όπως συγχρονικότητα ή προοδευτισμός ίσως να είναι δευτερεύουσας σημασίας όταν μιλάμε για έναν μουσικό με το εκτόπισμα και τα διαπιστευτήρια του John Zorn. Διότι προϋποθέτουν τη σύγκριση με εξωγενείς παράγοντες, τη θέσπιση μίας ευρείας κριτικής βάσης. Πιστεύω πως ο Νεοϋορκέζος μουσικός έχει κερδίσει εδώ και χρόνια το δικαίωμα να κρίνεται βάσει των δικών του κατακτήσεων, να δημιουργεί δίχως ιδιαίτερο άγχος για το τι συμβαίνει στον χωροχρόνο γύρω του. Μέσα στην προσωπική του κάψουλα μιας εικονικής απομόνωσης, εκεί όπου ο δημιουργός παλεύει μόνος με την Τέχνη του και τα εξωγενή στοιχεία χάνουν πολύ από τη διαπεραστικότητά τους. Κι αν αυτό σας θυμίζει τα περιβόητα «ρετιρέ της διανόησης», ας είναι κι έτσι. Μια, έστω και επιφανειακή, ματιά στο παρελθόν του κυρίου Zorn, πάντως, θα σας πείσει ότι όσο εύκολα ανέβαινε στα ρετιρέ της λογιότητας, άλλο τόσο βυθιζόταν στα ανίερα υπόγεια της ηχητικής πρόκλησης. Τόσα χρόνια στα διαρκή πηγαινέλα, η παλέτα του γέμισε τόσο πολύ, με τόσους διαφορετικούς ήχους, ώστε μοιάζει υπέρ-αρκετή από μόνη της.

Στην ύστερη –την τωρινή– περίοδό του, από αυτήν την παλέτα παίρνει ο Zorn τα ηχοχρώματά του. Το μόνο, αν θέλετε, που προσθέτει είναι μια μεστότητα, μια ανά στιγμές ανείπωτη σοφία, η οποία συν τω χρόνω βγήκε στην επιφάνεια. Παραμένοντας λοιπόν ακραία δημιουργικός [μετρώ πάνω από δώδεκα δουλειές τους τελευταίους δεκαοκτώ(!) μήνες], ο Zorn μοιάζει να έχει βάλει σε κάποια τάξη τις πολλές και διαφορετικές του ανησυχίες, δημιουργώντας αντίστοιχα project.

Στο Nova Express, δίχως να γίνεται εύγλωττη αναφορά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μας μεταφέρει στο ενδιάμεσο δύο εξ’ αυτών, των Alhambra Ensemble και των Dreamers. Είναι η συνθετική του που αποπνέει αυτήν τη χαρακτηριστική και για τα δύο λυρική εσωτερικότητα –ενδεδυμένη πολλές φορές με το πέπλο ενός προαιώνιου μυστικισμού (είναι γνωστή ούτως ή άλλως η τάση του προς τον Εβραϊσμό). Η οποία συνθετική συνδυάζεται εδώ με μία προσωπική ματιά στην free jazz, όπως και με ένα άλλο σταθερό σημείο αναφοράς: τα περιπετειώδη, γεμάτα σπιρτάδα και ζωτικότητα, ρυθμικά κοψίματα του Zorn –παρακαταθήκη από μία από τις σημαντικότερες (όπως ο ίδιος δηλώνει) επιρροές του, τη μουσική για κινούμενα σχέδια των δεκαετιών του 1940 και 1950. 

Το άλτο σαξόφωνο του Zorn απουσιάζει από το Nova Express (όπως και σε αρκετές άλλες στιγμές της πρόσφατης περιόδου), όλο όμως το πεδίο της δράσης αφήνεται σε ένα παραπάνω από ικανό κουαρτέτο, αποτελούμενο από τους πιστούς συντρόφους του Joey Baron (τύμπανα), Trevor Dunn (μπάσο), Kenny Wollessen (βιμπράφωνο) κι από έναν πιο περιστασιακό συνεργάτη τον John Medeski στο πιάνο (γνωστότερος από το τρίο Medeski, Martin And Wood). Οι τέσσερεις τους αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας τις δέκα συνθέσεις του δίσκου, οι οποίες πατώντας –όπως προείπαμε– στην προσωπική ματιά του Zorn περί free jazz, απαιτούν, εκτός της εκτελεστικής τους επάρκειας (κάτι εκ προοιμίου δεδομένο), και μια πιο ενεργητική συνεισφορά. Και τη δίνουν με το παραπάνω. Δεν θα μπορούσα να  φανταστώ, άλλωστε, ότι σε κομμάτια με συνεχόμενα σόλο θέματα και (ό,τι φαντάζει ως) αυτοσχεδιασμούς, όπως το “IC 2118”, οι «ψυχρές» παρτιτούρες έδιναν κάτι παραπάνω από γενικές κατευθυντήριες γραμμές. Αν και το “IC 2118” δεν είναι ακριβώς το χαρακτηριστικό του δίσκου, δείχνει ως σύνολο την αλληλεπίδραση που μοιάζει να υπάρχει μεταξύ συνθέτη και εκτελεστών, ενώ το πώς καταφέρνει να παραγάγει ένα ομοούσιο σώμα βασισμένο σε τρεις διακριτούς μονολόγους (καθώς τα «vibes» του Wollessen είναι στον πάγκο), δείχνει την επάρκεια όλων.

Αλλού όμως πρέπει να ψάξουμε για να εντοπίσουμε καθαρότερη την οπτική που πρεσβεύει το Nova Express ως σύνολο. Μια καλή αρχή θα ήταν το “Rain Flowers”, όπου συνυπάρχει η λυρική –η τείνουσα στον μυστικισμό– φλέβα με τα πιο εξωστρεφή, ενσκύπτοντα στην jazz, γονίδια. Μία εξαιρετική συνέχεια θα ήταν το “The Ticket That Explode”, όπου αυτά τα τελευταία βρίσκουν την καλύτερη δυνατή φόρμα τους πάνω σε μία ξεσηκωτική ρυθμολογία – τελετουργικής προελεύσεως– όπως και λίγο παρακάτω στο σκοτεινό “Blue Veil”. Υπάρχουν ακόμα μερικές ευθείες (τηρουμένων, πάντα, των αναλογιών) παραπομπές σε πιο παραδοσιακές jazz αξίες, όπως αυτό γίνεται εν μέρει στο “The Outer Half” και εξ’ ολοκλήρου στο “Between Two Worlds”. Με λίγα λόγια, ο Zorn δίνει σε μία ήδη ειπωμένη (πρόσφατα κι από τον ίδιον) προσέγγιση, έναν σαφώς πιο ελευθεριακό αέρα.

Εν συνόλω, λοιπόν, το Nova Express δεν νομίζω πως οριοθετεί καινούργιους ορίζοντες για τον John Zorn. Όμως, υπό την αίρεση την οποία εξήγησα (ελπίζω επαρκώς) παραπάνω, σκέφτομαι πως αυτό δεν είναι a priori αρνητικό κριτήριο, ίσως δε να μην είναι καν αξιολογικό. Καταλήγω έτσι στο συμπέρασμα ότι ο Νεοϋορκέζος αλχημιστής της μουσικής προσέθεσε στη δισκογραφία του άλλο ένα διαμαντάκι. Σίγουρα όχι αυτό με το οποίο θα μείνει στην ιστορία, αρκετά κοφτερό όμως για να διατηρήσει το υψηλό –όπως και να το κάνουμε– κύρος του και αρκετά γυαλιστερό ώστε να σαγηνέψει τους ήδη μύστες του έργου του. Και επειδή νομίζω πως ανήκω στους τελευταίους, μεταφέρω ταπεινώς τα σέβη μου… 

  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured