Οι Blackfield είναι πολυαγαπημένοι στη χώρα μας. Οπωσδήποτε η δημοτικότητά τους ενισχύεται από τη συνεχή εμπλοκή του Steven Wilson στο project, ενώ ο συνδυασμός έντασης και μελαγχολίας, ποπ και ατμοσφαιρικού ροκ που βγάζουν τα τραγούδια του Aviv Geffen ήταν τα στοιχεία που πολλοί βρήκαν ως ενδιαφέροντα, στην αρχή της εμφάνισής τους στο δισκογραφικό προσκήνιο. Πλέον βέβαια οι Blackfield μας απασχολούν περισσότερο με τα live τους σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, παρά με τη δισκογραφία τους. Η οποία, μετά από παραπάνω από 10 χρόνια ύπαρξης, είναι μικρή και περιορίζεται σε 3 μόλις άλμπουμ. Βεβαίως είμαι της άποψης ότι καλύτερα μια μπάντα να σιωπά όταν πρέπει, ελλείψει δημιουργικού, παραγωγικού ρυθμού, παρά να φλυαρεί.
Το Welcome To My DNA είναι λοιπόν το τρίτο άλμπουμ των Blackfield. Ηχογραφήθηκε στα στούντιο του Steven Wilson στο Λονδίνο και στη γενέτειρα του Aviv Geffen, το Τελ Αβίβ. Ακούγοντας το, επιβεβαιώνομαι πως η μουσική ιδιοφυΐα του Wilson επανέρχεται έντονα και εδώ, με κιθάρες και ρυθμικά τα οποία παραπέμπουν στις ατμοσφαιρικές στιγμές του The Incident αποκόπτοντας, όμως, τα πιο «εγκεφαλικά» του μέρη. Το εξώφυλλο πάλι, αν προδιαθέτει σε κάτι, αυτό είναι η Pink Floyd αισθητική του, η οποία και προετοιμάζει για κάτι πιο «ψαγμένο» από τα προηγούμενα. Και βέβαια το ζήτημα, πλέον, δεν είναι τι έχει πάρει ο Geffen από τους Porcupine Tree και τον Wilson –γιατί κατά τη γνώμη μου εδώ δεν μιλάμε πια για επιρροές αλλά για ταύτιση DNA– όσο το γεγονός ότι η σύμπραξη των δύο καλλιτεχνών αποδεικνύεται εποικοδομητική (τουλάχιστον εμπορικά), δίνοντας τον πιο mainstream ίσως δίσκο της καριέρας τους.
Πρώτο track το “Glass House”, ένα αργό κομμάτι με κιθάρες που επιμελείται ο Wilson και φωνητικά του ίδιου, τα οποία παραπέμπουν στη μελωδικότητα του “Even Less” (από το Stupid Dream). Μας εισάγει έτσι κατευθείαν στις μελαγχολικές διαθέσεις του δίσκου, που μένουν όμοιες και απαράλλαχτες από την αρχή μέχρι το τέλος του. Στο αμέσως επόμενο κομμάτι, o Geffen τραγουδάει επαναλαμβανόμενα «Go to hell» σε μία ίσως από τις πιο «κολλητικές» στιγμές της νέας δουλειάς, με εμμονικά synths και δραματικά βιολιά να κλέβουν το ενδιαφέρον. Αμέσως μετά, οι διφωνίες στο “Rising Of The Tide” ξαναφέρνουν το μυαλό στους Floyd, οι κιθάρες όμως είναι αρκετά –ως υπερβολικά– mellow. Εξ’ αιτίας δε της παρείσφρησης ορχηστρικών μερών με φυσικά βιολιά και πνευστά, το άλμπουμ αποκτά μια διαφορετική, «αναλογική» βαρύτητα κι αυτό είναι χαρακτηριστικό και στο “Rising Of The Tide” αλλά και στο “Waving”, ίσως το πιο uptempo κομμάτι εδώ. Ακολουθούν το “Far Away” με τη μελωδικότητα και τον συναισθηματισμό του και το “Dissolving With The Night”, όπου υπάρχει κορύφωση στη δομή κι έτσι αναδεικνύεται η ερμηνεία του Geffen. Τέλος, ξεχωρίζει τo intro στο “Blood”, με μια ανατολίτικη metal μελωδία που θα μπορούσε να είναι και παιδί των “Orphaned Land”, καθώς και το “Oxygen” για την πιο ηλεκτρονική υφή του.
Ένα πρώτο αρνητικό στην όλη Welcome To My DNAυπόθεση είναι ότι ο δίσκος διαρκεί μόλις 40 λεπτά (με δύο έξτρα κομμάτια στην bonus έκδοση). Κι ενώ τα τραγούδια ανοίγουν ελπιδοφόρα και αποδεικνύονται αρκούντως ατμοσφαιρικά, κλείνουν κατά τη γνώμη μου σύντομα –δηλαδή κάπου εκεί στο τρίλεπτο. Κάτι πασιφανές π.χ. στο “Blood”, του οποίου η σύνθεση ασφαλώς και σήκωνε περισσότερη ανάπτυξη. Το κυριότερο όμως μείον προκύπτει τελικά από την εξής αντίφαση: ενώ το The Incident αποτελεί την πιο ώριμη και ενδιαφέρουσα δουλειά των Blackfield όσον αφορά στις συνθέσεις και στην παραγωγή, δεν προσθέτει κάτι ενδιαφέρον στο είδος που υπηρετούν, γιατί βασίζεται ακριβώς στα ίδια κλισέ που έχει ορίσει η μπάντα για τον εαυτό της. Αν κάποιος βρίσκεται πάντως στην κατάλληλη διάθεση, ίσως και να αποτελεί ευχάριστο άκουσμα για κάποιες νωχελικές κι εσωστρεφείς βραδιές του καλοκαιριού.