Κακά τα ψέματα, ο Sun Rose Wagner και η Sharin Foo αποτελούν ένα πολύ ενδιαφέρον ντουέτο. Από εποχής του ηλεκτρισμένου, φασαριόζικου και βουτηγμένου στην παραμόρφωση Whip It On EP (2002), δεν σταμάτησαν να πειραματίζονται, έστω και μέσα στη φόρμα που υπηρετούν –άλλοτε δυναμιτίζοντας τα ραδιοκύματα με πιασάρικες, ποπίζουσες κιθάρες κι άλλοτε καταφεύγοντας σε πιο ατμοσφαιρικές, φαζαριστές αποδόσεις μελαγχολικής υφής. Αυτό το δεύτερο μονοπάτι επιλέγουν λοιπόν να ακολουθήσουν και στο πέμπτο, αισίως, άλμπουμ τους Raven In The Grave.
Πιο ώριμοι από ποτέ και συνάμα αρκετά τολμηροί, οι Δανοί καταθέτουν εννέα τον αριθμό συνθέσεις, με μια γοτθική αύρα να δρα σε ένα κατηφές, ασπρόμαυρο φόντο το οποίο, όσο αφήνεται κανείς να το προσεγγίσει, τόσο πιο θελκτικό αποδεικνύεται. Είναι ένα ομιχλώδες τοπίο, που «καταπίνει» όμως τον ακροατή αργά αλλά σταθερά. Μακριά από ράδιο-φίλια χιτάκια τύπου “Love In A Trash Can” (παρεπιμπτόντως λατρεμένο), επιλέγουν αυτήν τη φορά να κινηθούν σε αντιεμπορικά μοτίβα και να δημιουργήσουν ένα αδιαίρετο σύνολο, όχι μια συρραφή στιγμών και υποψηφίων singles. Το αποτέλεσμα τους δικαιώνει σε μεγάλο βαθμό, καθώς πετυχαίνει τον πρωτόλειο σκοπό του –με τις αναγκαίες βέβαια απώλειες που κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
Γίνεται αντιληπτό εξ’ αρχής πως το Raven In The Grave των Raveonettes είναι από άκρη σε άκρη στηριγμένο στο έντονο reverb, στις όξινες κιθάρες, στα μυστηριώδη σύνθια και στις «στοιχειωμένες» ερμηνείες. Οι δύο εναρκτήριες συνθέσεις δίνουν το απόλυτο στίγμα του περί τίνος πρόκειται, με το “Recharge & Revolt” να φέρνει έντονα στο μυαλό My Bloody Valentine –όσο ιερόσυλο κι αν ακούγεται αυτό– ενώ το “War In Heaven” φλερτάρει με τις καλύτερες μέχρι σήμερα δισκογραφικές στιγμές της μπάντας, χάρη στην ασαφή μα εθιστική του γοητεία και στο αψεγάδιαστο πιανιστικό breakdown (εν μέσω ενός ambient πέπλου μυστηρίου) στα δύο του λεπτά. Δεν νοείται να μην το ακούσετε έστω μία φορά φέτος, αν δεν θέλετε να χάσετε ένα σύγχρονο μουσικό διαμαντάκι.
Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, το Εν Τάφω Κοράκι συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο ως την ολοκλήρωση των 36 λεπτών της διάρκειάς του, χωρίς άλλες εξάρσεις ή κάποια έκπληξη. Κάτι τέτοιο ωστόσο κάνει την όλη διαδρομή περισσότερο βολική από όσο θα έπρεπε να είναι, αφαιρώντας την σπιρτάδα της (όποιας) επικινδυνότητας διακρινόταν στο ξεκίνημα του άλμπουμ. Έτσι, κατά διαστήματα η μουσική υπνωτίζει παρά τσιτώνει τις αισθήσεις, ενώ κοιλιά παρατηρείται γύρω στα μισά, πριν Wagner και Foo αποφασίσουν να χώσουν ξανά λίγα γκάζια (“Ignite”, “Evil Seeds”), επανακτώντας το χαμένο ενδιαφέρον λίγο πριν την έξοδο.
Συμπερασματικά το νέο άλμπουμ των Raveonettes δεν είναι, συνολικά, η καλύτερη κατάθεσή τους. Στηρίζεται κυρίως στην άψογη ατμοσφαιρικότητά του και σε κάποιες (παραπάνω από) αξιόλογες στιγμές, οι οποίες ωστόσο θα εκτιμηθούν περισσότερο από όσους έχουν αδυναμία στα σκοτεινά τοπία και στην παραμόρφωση, παρά από όσους αγαπούν τις πιο ποπ/ροκ στιγμές των Δανών. Παρ’ όλα αυτά, ακριβώς επειδή επιλέγει το δύσκολο μονοπάτι, το Raven In The Grave πείθει ότι οι Raveonettes συνεχίζουν να βρίσκονται σε δημιουργική φόρμα. Αξίζει λοιπόν να μην προσπεραστεί βιαστικά, ενώ μας αφήνει να απορούμε για την ηχητική κατεύθυνση της μπάντας από εδώ και πέρα.