Επιστροφή στη δισκογραφία από τους (εδώ και τριαντακονταετία κοντά) συνεπέστατους Αθηναίους της Τζόρτζια, οι οποίοι, μετά από το αναζωογονητικό Accelerate του 2008 και την κατά γενική ομολογία εκπληκτική ζωντανή τους εμφάνιση στα «εγκαίνια» του ελληνικού MTV την ίδια χρονιά, δίνουν φέτος ξανά το στίγμα τους, καταρρέοντας στο τώρα. Άλμπουμ αριθμός δεκαπέντε για τον Michael Stipe, τον Peter Buck και τον Mike Mills, οι οποίοι άλλαξαν τρεις διαφορετικούς τόπους ηχογράφησης για την ολοκλήρωσή του –Βερολίνο, Νέα Ορλεάνη και Νάσβιλ. Ενδεικτικό της θέλησης της μπάντας να πειραματιστεί, να νιώσει και να βιώσει νέους τόπους και να εστερνιστεί με αυτόν τον τρόπο τη μούσα της έμπνευσης.
Πηγή αυτής της ανάγκης των R.E.M. να δηλώσουν παρόντες στην αυγή της νέας δεκαετίας είναι σε μεγάλο βαθμό η κατά τι νωθρή τους παρουσία μετά την αποχώρηση του Bill Berry το 1997. Κακά τα ψέματα, η μπάντα επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό, αλλάζοντας το προφίλ της και καταδιώκοντας ένα υπέρμετρα μπαλαντοειδές ύφος που ναι μεν γοητεύει τα αυτιά, αλλά συνάμα αφαιρεί την ενστικτώδη ορμή που είχε δώσει τόσα μεγαλειώδη ηχογραφήματα στο παρελθόν. Καταλήγοντας λοιπόν στο δημιουργικό τους ναδίρ με το Around The Sun, αποφάσισαν να αλλάξουν ρότα. Και το κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό, αγκαλιάζοντας και πάλι μετά από πολλά χρόνια ένα πιο βρώμικο και ηλεκτροφόρο κιθαριστικό στυλ, επιταχύνοντας στο σήμερα.
Έτσι λοιπόν φτάνουμε στο Collapse Into Now και στην εκ νέου προσπάθεια των R.E.M. να ακουστούν φρέσκοι και σύγχρονοι. Σε αυτήν τη προσπάθεια προσέγγισαν μεταξύ άλλων την Patti Smith, τον Eddie Vedder και την Peaches, χάριν μιας ποικιλίας ύλης και διάθεσης η οποία θα κρατούσε τον δίσκο σε συνεχή ροή χωρίς τάσεις skip από μεριάς ακροατή. Γεγονός είναι πως ο πρωταρχικός αυτός στόχος επιτεύχθηκε με σχετική άνεση, τοποθετώντας τον δίσκο πάνω από τον μέσο όρο των ποπ/ροκ κυκλοφοριών της εποχής. Όμως είναι κάτι τέτοιο αρκετό για μια μπάντα-ογκόλιθο;
Σημαντικότερη τροχοπέδη του δίσκου αποδεικνύεται η έντονη αυτοαναφορικότητα που παρατηρείται κατά τα σαράντα λεπτά της διάρκειάς του. Υπάρχουν θαρρείς στιγμές όπου το γκρουπ επιχειρεί ένα best of tribute στον εαυτό του, συνδυάζοντας όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της τραγουδοποιίας τους –όχι αναμασώντας τα ευτυχώς, πάντως αναδιαρθρώνοντάς τα. Παίρνοντας για παράδειγμα το εισαγωγικό “Discoverer”, μια uptempo ωδή στο Μεγάλο Μήλο των νιάτων του Stipe, παρατηρεί κανείς με ευκολία πως, αν και καλοφτιαγμένο, δεν εμπεριέχει την παραμικρή δόση έκπληξης. Είναι ουσιαστικά το ίδιο κλασικό κιθαριστικό R.E.M. τραγούδι που όλοι μας έχουμε ακούσει τόσες και τόσες φορές, απλά σε νέα συσκευασία.
Στη συνέχεια ο δίσκος δεν ξεχνάει επ’ ουδενί να ροκάρει, να συγκινήσει και κατά προέκταση να σιγοτραγουδηθεί και να παιχτεί κατά κόρον στα μουσικά κανάλια όταν αυτά φλερτάρουν με ροκ αποχρώσεις. Τραγούδια όπως τα “Uberlin” και “Oh My Heart”, για παράδειγμα, ακούγονται αβίαστα και γνώριμα –θα αγαπηθούν νομίζω από πολλούς. Όμως δύσκολα θα αφήσουν το στίγμα τους διαχρονικά. Αρκούντως ανθεμικά στο σύνολό τους, φίλια προς το ραδιόφωνο και με ματζόρε διάθεση κομμάτια όπως τα “Mine Smell Like Honey” και “Alligator_Aviator_Autopilot_Antimatter” έχουν πολύ δυνατότερο αντίκτυπο από αργόσυρτα μέρη όπως το “Every Day Is Yours To Win” με τη γλυκιά ακουστική κιθάρα και το νανούρισμα του Stipe ή το γλυκανάλατο “Walk It Back”.
Έχοντας παράγει λοιπόν ένα άλμπουμ που περιέχει λίγο από όλα, οι R.E.M. μπορεί να κάλυψαν μεν όλα τα γούστα, αστόχησαν όμως στο να παραδώσουν ένα αντίστοιχο του Accelerate πυροτέχνημα. Όπως και το “Blue” το οποίο και κλείνει τον δίσκο (υπέροχη παρεμπιπτόντως η ερμηνεία της Patti Smith), το όλο εγχείρημα περισσότερο θυμίζει μια άσκηση ύφους από πλευράς της μπάντας –αντικατοπτρίζοντας το σύνολο της δισκογραφίας της μέσα από μια ντουζίνα νέα τραγούδια– παρά μια καινούργια ζωηρή κατάθεση.