Δημιουγείται ένα ζήτημα, όταν ξεκινάς τον δίσκο σου με δυναμίτη. Διότι ναι μεν κερδίζεις την εντυπωσιακή είσοδο, σχηματίζεις όμως και προσδοκίες, τις οποίες θα πρέπει να κοπιάσεις πολύ στη συνέχεια για να καλύψεις. Τούτοι ’δω οι (Κάτω) Σάξονες, η αλήθεια είναι πως την ιδρώνουν τη φανέλα. Με το παραπάνω. Και καταλήγουν με έναν δίσκο ο οποίος όχι απλώς καλύπτει τις υποσχέσεις που θέτει το εναρκτήριο “Ghost”, μα βρίσκει και τρόπους να τις υπερκεράσει.
Σε αυτό το “Ghost”, όμως, το γερμανικό κουαρτέτο δεν θέτει μόνο τις υποσχέσεις για έναν λαμπρό δίσκο, αλλά και τους κώδικες σύμφωνα με τους οποίους πορεύεται –ήτοι τη μουσική του διάλεκτο και τη στιχουργική του θεματολογία. Στο Tempel μπερδεύονται οι διάφορες νεωτερικές εκφάνσεις του metal με το post-rock και με το hardcore και τούτο το μείγμα με αφηγήσεις για πτώσεις, όνειρα (ή μήπως καλύτερα εφιάλτες;), φαντάσματα, αέναες περιπλανήσεις σε ψυχικές έρημους… Στη διαμάχη του ήλιου με το φεγγάρι, οι Tephra τάσσονται εμφανώς με το δεύτερο –και θέτουν εαυτούς στην θέση του λύκου που αλυχτά στο σκοτάδι.
Ηχεί προφανές, συνδυάζοντας τον στιχουργικό τους λόγο με τη μουσική, ότι μέσα από το Tempel οι Tephra ψάχνουν για ενός είδους εξαγνισμό. Και για να φτάσουν εκεί εκλύουν άφθονη εγκεφαλική αδρεναλίνη, οικεία σε όσους έχουν βουτήξει στα νεότευκτα μεταλλικά βάθη των Cult Of Luna ή των Isis ή παρακολουθούσαν από κοντά τις εξελίξεις που έφερε το post-rock στη λεγόμενη ανεξάρτητη ροκ σκηνή των ΗΠΑ. Υπάρχουν μπόλικες σημειολογικές αναφορές που μπορεί να προσκομίσει κανείς. Οι Tephra, άλλωστε, μπορεί να σε πωρώσουν, να σε κάνουν να σφίξεις τη γροθιά με τις μεταλλικές οιμωγές τους ή να σε παρασύρουν με τα πιο λυρικά τους περάσματα, αλλά δεν πρόκειται να αφήσουν κανέναν με το στόμα ανοικτό –πόσο μάλλον αυτούς που αναζητούν το εξελικτικό στοιχείο σε κάθε δίσκο. Σε αντίθεση με τους προπάτορές τους στα 1970s, τούτοι οι Γερμανοί δεν δίδουν αλλά λαμβάνουν δάνεια και με αυτά στοιχειοθετούν τη μπρουταλιτέ φωνή τους. Κι αν στην πορεία υποπίπτουν σε κάποιες κοινοτοπίες, διοχετεύουν αρκετό αγνό ιδρώτα για να τις καλύψει, ενώ μοιάζουν να ξέρουν τι και πώς να δανειστούν, ώστε η φωνή τους να βγαίνει τελικώς όχι μόνο προσωπική μα και σύγχρονη.
Όσον αφορά στις συνθέσεις καθ’ αυτές, ο δίσκος δεν περιέχει ιδιαίτερες αστοχίες και οι Tephra φαίνονται να χρησιμοποιούν ένα πεπερασμένο μεν, καλά επεξεργασμένο δε σύνολο επιρροών. Με το προαναφερθέν “Ghost”, για παράδειγμα, γίνεται μία υποδειγματική σύνδεση της post-rock απήχησης με τις πιο σκληρές καταβολές του συγκροτήματος, ενώ στο “Agra”, φέρνουν στα μέτρα τους την post-rock απόφυση της σπινταριστής ανεξάρτητης σκηνής των Η.Π.Α. (ή ακριβέστερα ό,τι ονομαζόταν παλαιότερα math rock), με τις προφανείς συνδέσεις με τον post-rock κόσμο να τελειώνουν στο “City Immersed In Dust” και την παρουσίαση μιας πιο λυρικής εκδοχής του.
Λυρισμός που μοιάζει σύμφυτος με την ιδιοσυγκρασία των Tephra , ακόμα και στις πιο σκληρές τους στιγμές. Στην πιο μεταλλική τους σύνθεση, λόγου χάρη, το “How The West Was Lost”, εισάγουν –με τη μακροσκελή γέφυρα– τη χαρακτηριστική (για τον δίσκο) χροιά της lead κιθάρας, η οποία μπορεί να ειδωθεί και ως η δραματουργική κορωνίδα του ήχου τους, διαθέτοντας μάλιστα και ψήγματα μίας πιο ψυχεδελικής λογικής. Βρίσκουμε επίσης το “Chains And Pounding Hooves”, στο οποίο τα ηχητικά δάνεια (όλα τα προαναφερθέντα, συν μία αδιόρατη 1990s αίσθηση που φέρει το φωνητικό μέρος του πρώτου κουπλέ), παρουσιάζονται με τον πιο μεστό τρόπο, όπως επίσης και τα “Seven Teeth” και “Tempel”, στα οποία οι Γερμανοί συνδιαλέγονται με στοιχεία που θα μπορούσαν να ανήκουν σε ένα κάπως πιο παραδοσιακό metal (αν δεν ήταν εκπεφρασμένα με την προαναφερόμενη «post» λογική), καθώς και το “Deadman’s Path”, ίσως την πιο αδύναμη σύνθεση του δίσκου.
Το Tempel, όπως προείπα, δεν πρόκειται να αφήσει ανοικτά στόματα. Οι Tephra αρκούνται να χρησιμοποιήσουν τη μουσική που τους διαμόρφωσε για να βρουν και να αρθρώσουν τη φωνή τους, δίχως να ασχολούνται ιδιαίτερα με εξελικτικά ζητήματα. Φτιάχνουν όμως έναν δίσκο που βιώνεται, που σου δίνει τον χώρο και τη λαβή να αναπνεύσεις μαζί του, να προβληματιστείς, να εκτονωθείς, να πωρωθείς ή και να λυγίσεις.
Αν το stoner ήρθε κραδαίνοντας την ταμπέλα του μοντέρνου soundtrack της ερήμου, τούτοι ασκούνται στο soundtrack του βάλτου. Κι αν κολυμπούν στα βάθη του, με το καταληκτικό ομώνυμο του δίσκου κομμάτι, δείχνουν ότι δεν εποφθαλμιούν τον πάτο του, μα την περήφανη ανάδυση στην επιφάνεια. Με τους στίχους «Of deepest density and weakness, you find a way, perfection, enlightment” ξεκινούν το κομμάτι –κι αν το πρώτο μέρος αυτών ομοιάζει αμείλικτα με το δικό μας σήμερα, το δεύτερο μόνο νομοτελειακό δεν είναι. Πώς το έλεγε παλιά ο ποιητής; «Για να γυρίσει ο ήλιος, θέλει δουλειά πολύ»; Ε, κάπως έτσι…