Σωτήρια σεζόν 1999-2000. To θρυλικό Disney Club πνέει σιγά σιγά τα λοίσθια τόσο γενικά ως εκπομπή, έχοντας μπει στην ύστερη περίοδό του που θα οδηγήσει και στο τέλος της το 2002, όσο και ειδικά στο παλίμψηστο της παιδικής ηλικίας που ετοιμάζεται να δώσει σκυτάλη στην προεφηβική και στις δικές της εμμονές. Ίδιο (μεγάλο) κανάλι, νέο άχαστο τηλεοπτικό ραντεβού, λίγο πιο κάτω στους δείκτες του μεσημεριού, με μια ακόμη ιστορική εκπομπή που ετοιμάζεται να σβήσει τα κεράκια της πρώτης δεκαετίας. Σχεδόν συνομήλικοι.
To “Mega Star” σε ένα μικρομεσαίο ελληνικό σπίτι των ‘90s στο οποίο κανένας ενήλικος δεν γνώριζε τι θα πει “MTV” για να διαφωτίσει τα ταλαίπωρα πιτσιρίκια του ήταν η πιο εύκολα προσβάσιμη μουσική εκπομπή και ο Μιχάλης Χατζηγιάννης που εκείνη τη χρονιά είχε καρφωθεί στο top10 του με το «Μόνο στα Όνειρα» μονόδρομος για το μέσο δεκάχρονο αυτού του μικρομεσαίου ελληνικού σπιτιού με αγάπη για τη μουσική αλλά μουσικά ερεθίσματα που περιορίζονταν στην στάνταρ λαϊκή δισκοθήκη των γονιών του: Μοσχολιού και Αλεξίου, Πάριος και Πουλόπουλος. Beatles, Rolling Stones και η λοιπή μυθολογία σε άλλα σπίτια, μόνο στα όνειρα του μελλοντικού εαυτού του. Μιχάλης Χατζηγιάννης λοιπόν είναι η φάση και θα συνεχίσει να είναι τουλάχιστον για μερικά χρόνια ακόμα μέχρι η προεφηβεία να πετάξει το κουκούλι του προθέματος και να γίνει μια ωραιότατη εφηβεία έτοιμη να κατακτήσει νέα εδάφη αναφορών κι αγαπημένων. Μέχρι τότε όμως, κάπου στο 2002 σε μια από τις συνεντεύξεις του Μιχάλη Χατζηγιάννη σε ένα από τα νεανικά περιοδικά που αγοράζονται στην καθιερωμένη στάση στο ψιλικατζίδικο μετά το σχολείο έχει πέσει ένα όνομα που θα μείνει. Ο δημοσιογράφος ρωτάει τον ταχύτατα ανερχόμενο Κύπριο αν υπάρχει κάποιος καλλιτέχνης που θαυμάζει και ζηλεύει με την καλή έννοια, αν υπάρχει κάποιο τραγούδι που θα ήθελε να είχε γράψει αυτός. Και ο νεαρός Χατζηγιάννης απαντάει: «Το “Clocks” από Coldplay».
Μιχάλης Χατζηγιάννης brought me here. Θα σέβεστε.
Πέραν της όποιας πλάκας και της όποιας παλινδρόμησης σε παιδικές αναμνήσεις με de facto θετικονοσταλγικό πρόσημο οι Coldplay των πρώτων χρόνων και της τριλογίας Parachutes, Α Rush of Blood to the Head και Χ&Υ υπήρξαν για πολλούς εντός αλλά και εκτός συνόρων μια πολύ σημαντική, κεντρική αναφορά για μια νέα γενιά «εναλλακτικής» ας-την-πούμε ροκ που πάντρευε το concept της μπάντας με την songwriting παράδοση – η συχνή σύγκριση Coldplay και Oasis, ιδίως κατά τα πρώτα χρόνια της δραστηριότητας των πρώτων όσο αστεία ή αφελής ή fill in the gap κι αν ακούγεται έχει κάποια ψήγματα ενδιαφέροντος ως προς το ποια προοπτική αντιπροσώπευε για ένα συγκεκριμένο κοινό η παρέα του Chris Martin αναδύθηκε από τα μπαράκια του Camden.
Από τότε βέβαια κύλησε πολύς χρόνος και νερό στο αυλάκι της μπάντας, οι Coldplay εκτοξεύτηκαν από τη βάση του Viva la Vida or Death and All His Friends στο υψήλοτερο σημείο της stadium μουσικής στρατόσφαιρας και παρέμειναν εκεί τελειοποιώντας την τέχνη της μπάντας – super star με ethical πλην βαθύ monetization του life positivity, γραμμή παραγωγής τραγουδιών κομμένων και ραμμένων για τα mainstream ραδιόφωνα και κολοσσιαίες περιοδείες με προϋπολογισμό ολόκληρης πόλης. Η τελευταία τέτοια ήταν και το Music of the Spheres Tour που ξεκίνησε το 2022 ως μια μεγάλη μεταπανδημική, eco-friendly, πολύχρωμη γιορτή και ακόμα γυρνάει τους Coldplay ανά τον κόσμο, έχοντας κάνει στάση και στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 2024 για δύο ιστορικά, θεαματικά βράδια στο ΟΑΚΑ – με τον γνωστό εμφύλιο σπαραγμό που ακολουθεί συνήθως οποιοδήποτε ποπ (και μη) φαινόμενο.
Σε αυτήν την «εποχή των μεγάλων σταδίων» λοιπόν το παλιό, καλό Coldplay κοινό έχει μοιραστεί σ’ αυτούς που «τους έχασαν» και κρατώντας το “Fix You” και το “Scientist” στις playlists με τα παλιά κι αγαπημένα έστριψαν προς άλλα μονοπάτια μουσικών ανακαλύψεων και συγκινήσεων και σ’ εκείνους που συνέχισαν να τους ακολουθούν πιστά σε ό,τι κι αν έκαναν, βρίσκοντας πάντα έναν λόγο να νιώθουν υπερήφανοι Coldplay fans και ενώνοντας τους εαυτούς τους με το παγκόσμιο κύμα των εκατομμυρίων νέων ακόλουθων – οι περισσότεροι εκ των οποίων ωστόσο μάλλον θα τα έβρισκαν σκούρα αν τους ρωτούσε κανείς τον τίτλο του τελευταίου Coldplay album. Μέχρι που οι Coldplay κυκλοφορούν αισίως το δέκατο album τους και δίνει στο παλιό και νέο fan base τους μια καλή αφορμή να ενωθεί ξανά.
Γιατί στο Moon Music οι Coldplay ξαναγίνονται κατά κάποιον όχι τόσο πανηγυρικό αλλά σίγουρα γλυκό τρόπο η μπάντα που θαύμαζε ο Μιχάλης Χατζηγιάννης -και μαζί του και πάρα πολλοί άλλοι- το 2000 και εκτοξεύονται σε τροχιά γύρω από την ιστορία τους – την ιστορία ενός συγκροτήματος καθ’ όλα και ταυτόχρονα ικανού τόσο για το μαγικό όσο και για το εντελώς ανούσιο. H μονάδα Chris Martin υποχωρεί μπροστά στην τετράδα Martin-Buckland-Berryman-Champion και με την ισχύ τους εν τη ενώσει προσπαθούν να υλοποιήσουν το καλλιτεχνικό όραμα του Moon Music, φλερτάροντας πότε με τον ουρανό των καλύτερων στιγμών τους και πότε με το άνευρο, ανέμπνευστο κενό από το οποίο εκπέμπουν όλο και πιο συχνά την τελευταία δεκαετία.
Η ambient υπόσχεση του from outer space intro με το χεράκι του Jon Hopkins προδίδεται σε μεγάλο βαθμό αναλωνόμενη σε ομογενή πλην φλύαρα φίλτρα εδώ κι εκεί με φωτεινή εξαίρεση τη σύλληψη του “🌈” -ένα άξιο centerpiece κυριολεκτικά μεταφράζει σε ήχο το άρωμα και την αίσθηση της βροχής που κυοφορείται, της βροχής που συμβαίνει και της βροχής που σβήνει σε ένα ουράνιο τόξο. Το τυποποιημένα ευφορικό “feelslikeimfallinginlove” με το στιχουργικό εύρημα πασπαρτού
«Λα Λα Λα» θα έκανε σπουδαία καριέρα στα ‘00s ως περιζήτητο soundtrack κομεντί αλλά στο απαιτητικό 2024 δεν έχει να δώσει και πολλά με το «κρύο – ζέστη να συνεχίζεται» στη θέση νο. 3 και στην αξιοσημείωτη προσπάθεια του “We Pray” – ένα track που τσιμπάει (και) το (σημειολογικό) ενδιαφέρον με τα features του, την ακριβοθώρητη Little Simz, τον Burna Boy και κυρίως την Παλαιστίνια – Χιλιανή καλλιτέχνιδα Elyanna, ακούγεται ευχάριστα με την αλάθητη μελωδική ακολουθία του και το κλείσιμο του ματιού στα υπερεπιτυχημένα μοτίβα των Imagine Dragons αλλά ίσως ακριβώς για αυτό αφήνει αυτήν την προσευχή για παγκόσμια ειρήνη μετέωρη μεταξύ αφέλειας και εύκολης λύσης. Το λιτό κι απέριττο “Jupiter” μια κιθάρα και τη φωνή του Chris Martin αφτιασίδωτη εξυπηρετεί άριστα το αντικείμενό του –μια γλυκιά, τρυφερή ωδή στην ανακάλυψη του έρωτα μεταξύ δύο γυναικών- με την παιδική απλότητα του κυρίαρχου στίχου του “I love who I love” να πετυχαίνει διάνα στην καρδιά της pride ατζέντας. Tο “Good Feelings” παρά το στοιχείο του nu disco backbone ή και ίσως εξαιτίας αυτού ακούγεται αμήχανο και χωρισμένο στη γέννα από το feature του Justin Timberlake για την ταινία “Troll” ενώ το “iAAM” με τα επικά synth των ‘80s έχει μάλλον κι αυτό παρωχηθεί προ πολλού ως φόρμα έστω και ως η επανεφεύρεσή της. Το ενδιαφέρον αναζωπυρώνεται προς το τέλος του δίσκου με την αφηρημένη dance νότα του “Aeterna” να προσπαθεί να μεταφράσει (όχι χωρίς ενδιαφέρον) την τρέχουσα άνοιξη της βρετανικής ηλεκτρονικής σκηνής σε ένα “for dummies” δείγμα για τους «άνιωθους» ποπροκάδες που θεωρούν τον Jamie XX «εναλλακτικό» και τον Fred Again ύψιστη ψαγμενίλα. Αλλά και το “All My Love”, το καλύτερο track του δίσκου που φωνάζει Coldplay απ’ τα παλιά, ξυπνάει “Yellow” μνήμες μιας άλλης εποχής και μας κάνει να θυμηθούμε γιατί οι Coldplay έκαναν τα κεφάλια μας να γυρίσουν in the first place. Κι αυτό ίσως είναι και το πιο σημαντικό που συμβαίνει στο Moon Music.
Ένα ουράνιο τόξο μπορεί να μη φέρνει την άνοιξη αλλά ίσως αρκεί για ένα τίμιο Coldplay album. Παρά το άδοξο και αχρείαστο outro του “One World”, παρά τις ανισορροπίες, παρά τις εδώ και καιρό signature α λα “eat – pray – love” κλισεδιές της μπάντας στον στίχο, παρά την οξεία κριτική που κουβαλά, σχεδόν εγγενώς, μαζί της η μουσική «για τους πολλούς» οι Coldplay καταφέρνουν πάντα να θυμίζουν -έστω και αμυδρά- κάτι από την μπάντα που έγραψε το “Yellow”, το “Fix You”, το “Clocks”, το “The Scientist”. Στο Moon Music το κάνουν ίσως περισσότερο από ποτέ στην δεύτερη, stadium, υπερ-εμπορική περίοδό τους. Και αυτό το κάτι φωτίζεται επιπλέον από εκατομμύρια πολύχρωμα βραχιολάκια και από μια παιδική πλην μάλλον ειλικρινή θετικότητα που στα χέρια και στη φωνή οποιουδήποτε άλλου θα πέρναγε σχεδόν σίγουρα ως τοξική. Χρειάζονται πολλά παραπάνω για να πεις κάτι ουσιαστικό; Σίγουρα. Αλλά αν είναι να ακούμε από κάποιον θετικά τσιτάτα στη μορφή μαζικών pop songs, ο αναμφίβολα χαρισματικός Chris Martin δεν είναι δα και η χειρότερη επιλογή.