Οι Strokes κρατούσαν την παντιέρα της κιθαριστικής αναβίωσης πριν δέκα χρόνια με μπλαζέ ύφος και αγένεια πλουσιόπαιδων. Κακά τα ψέματα, αυτή η στάση έσπρωξε μπόλικους νεανίες να πιάσουν ένα μουσικό όργανο και να φτιάξουν μια μπάντα, με οτιδήποτε συμπαρασύρει μια τέτοια μαζική μανία. Το στυλ τους –ηχητικό και ενδυματολογικό– έγινε αρχετυπικό για μια ολόκληρη γενιά. Και τελικά διέψευσαν όσους πίστευαν ότι θα κόπιαραν αδιαλείπτως το πρώτο δημιούργημά τους.
Η μετέπειτα πορεία τους, βέβαια, δεν έφερε κάτι το συγκλονιστικό. Τουλάχιστον όμως έκαναν την προσπάθειά τους. Αποπειράθηκαν να γεμίσουν τον ήχο τους με στοιχεία πέραν της Αγίας Τριάδας «κιθάρα-μπάσο-ντραμς» και αφουγκράστηκαν –σύμφωνα με δηλώσεις τους– μπάντες σύγχρονές τους. Αλλά δεν πετύχουν κάτι αξιόλογο και προωθητικό για τους ίδιους, δεν διαμόρφωσαν μια ενιαία ταυτότητα. Και έγιναν έτσι ένα μεγάλο όνομα με δίσκους απογοητευτικούς.
Πρόκειται για μια ιστορία που επαναλαμβάνεται για τις περισσότερες μπάντες των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας. Το να κοπιάρεις έναν εκφραστικό τρόπο φέρνει επιτυχία, όμως πολλές φορές ανυψώνει το κάθε όνομα σε δυσθεώρητα ύψη, μέχρι ο επόμενος δίσκος να δώσει μια γερή σπρωξιά και να καταβαραθρωθεί και η μπάντα και η φήμη της. Στο νέο Strokes πόνημα, ο Julian Casablancas ηχογράφησε τα φωνητικά μόνος του, έκανε ό,τι εκείνος ήθελε, τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας κατάπιαν το χάπι κακήν κακώς και τελικά κυκλοφόρησε ένας δίσκος που είναι εξόχως αδιάφορος.
Ουσιαστικά το Angles των Strokes καταντά αδιάφορο. Είναι προφανής η απόσταση που χωρίζει τον Casablancas από τους Valensi, Hammond Jr., Fraiture και Moretti. Οι ιδέες που παρατίθενται στα τραγούδια δεν είναι αξιωματικά ασήμαντες, αλλά το κακό κλίμα ξεχειλίζει από παντού. Είναι τόσο διεκπεραιωτικό το παίξιμο σε όλα τα όργανα και στη φωνή, ώστε δεν δίνουν ούτε ένα κίνητρο στην παραγωγή. Και οι Gus Oberg και Joe Chicarelli δεν φαίνεται να ασχολούνται με τα τραγούδια. Ίσως επειδή δεν θέλουν ή επειδή δεν μπορούν.
Εδώ επίσης αποδεικνύεται ότι ένας άνθρωπος σαν τον Casablancas, με όλα τα καλά και τα κακά του, δεν μπορεί να κάνει μόνος του θαύματα. Η δυνατή εικόνα του και η χαρακτηριστική φωνή του μπορεί να λειτουργήσει μόνο συμπληρωματικά άλλων καλλιτεχνών. Δεν είναι συνθέτης, είναι τραγουδιστής με την παλιά έννοια. Και ομοίως οι υπόλοιποι Strokes, επειδή δεν είναι μπάντα με τεράστιες εκφραστικές δυνατότητες, έχουν ανάγκη μια χαρακτηριστική φιγούρα πίσω από το μικρόφωνο.
Πάρτε για παράδειγμα τη συμμετοχή του Casablancas στο Dark Night Of The Soul των Sparklehorse και Danger Mouse. Είναι πραγματικά πολύ ωραίο τραγούδι γιατί οι συμμετέχοντες έχουν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει στο Angles. Όλοι βάζουν κανα-δυο ιδέες στα τραγούδια, οι υπόλοιποι υποχωρούν για να μην τα σπάσουν οριστικά και φτιάχνουν μια σούπα.
Δεν έχει πια πολύ (καλλιτεχνικό) νόημα να συνεχίζεται η υπόθεση Strokes, με αυτές τις συνθήκες. Τα ψωμιά της τα έφαγε η μπάντα, έβαλε το λιθαράκι της στη μουσική, αλλά πια παραπαίει. Και το πιο απογοητευτικό είναι ότι αυτός ο δίσκος σου δίνει ακόμα ένα επιχείρημα να ισχυρίζεσαι ότι οι Strokes είναι ένα βαρετό άκουσμα για τα iPhones των hipsters…