Ανυποψίαστος θεατής επισκέπτεται αίθουσα σε multiplex κινηματογράφο με σκοπό να παρακολουθήσει την προβολή της νέας ταινίας του Joe Wright, Hanna. Δεν ψυχανεμίζεται καν πόσο θα συμβάλλει στην κινηματογραφική εμπειρία που θα βιώσει η μουσική επένδυση της ταινίας.
Η Hanna είναι μια έφηβη διαφορετική από τις άλλες, η οποία ζει αποκομμένη από κάθε στοιχείο του πολιτισμού. Εκπαιδεύεται εκ γενετής από τον πατέρα της –πρώην πράκτορα μυστικής υπηρεσίας– προκειμένου ν’ ανδρωθεί (κυριολεκτικά) για να αντιμετωπίσει ένα επερχόμενο ανθρωποκυνηγητό με σκηνικό το Μαρόκο, την Ισπανία και τη Γερμανία. Αυτή είναι η μπασογραμμή της ταινίας. Τα υπόλοιπα τα γεμίζουν οι Chemical Brothers, όχι τόσο γιατί κατάφεραν κάτι το αξιοσημείωτο όσο γιατί καλύπτουν τις ατέλειες του συνόλου.
Όλα αρχίζουν σε ένα καλοφτιαγμένο καταφύγιο, κρυμμένο σε φιλανδικό δάσος. Η Hanna αναρωτιέται τι είναι μουσική και ο κηδεμόνας της τής απαντά μ’ ένα λήμμα λεξικού, ορίζοντάς την ως εξής: «Μουσική: ένας συνδυασμός ήχων με σκοπό την ομορφιά της μορφής και της έκφρασης των συναισθημάτων». Ο ορισμός αυτός αποτελεί και την εισαγωγή του τραγουδιού “The Devil Is In The Beats”, από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα του άλμπουμ και εξέλιξη του No. 4 του track list, “The Devil Is In The Details”. Με αυτόν τον τρόπο αναπαριστάται η ενηλικίωση της έφηβης πρωταγωνίστριας, που μεταπηδά από τη θεωρία στην πράξη, από το όνειρο στην πραγματικότητα. Οι Chemical Brothers συμβολίζουν το πρώτο στάδιο της διαδικασίας με έντονα στοιχεία γλύκας και μελωδικότητας. Στο δεύτερο συνδυάζουν ένα σφύριγμα –σήμα κατατεθέν στην πλοκή της ταινίας– έναν ήχο που θυμίζει συναγερμό (συμβατό με πολλές σκηνές οι οποίες απαιτούν επαγρύπνηση) και μια μελωδία που ταιριάζει σε παιδικό τραγούδι, σχετική με τον κόσμο της Hanna. Μέσα σε όλα αυτά αποδεικνύεται επιζήμιο το “Rock The Beat”, με τα επαναλαμβανόμενα φωνητικά να επιδιώκουν να υπενθυμίσουν το υπαρξιακό στίγμα του γκρουπ, αλλά να παραπέμπουν τελικά περισσότερο σε σύνθημα κενό ιδεολογίας.
Ανθολογώντας το άλμπουμ επιλέγεται το ζευγάρι εισαγωγής/αποφώνησης, “Hanna’s Theme” –στο δεύτερο έχουν προστεθεί και φωνητικά. Ολοκληρώνουν με σχήμα κύκλου, τολμώντας να θολώσουν την παρουσία τους σε δυο κομμάτια με αισθητή έλλειψη ηλεκτρισμού και με χαμηλά bpms. Ξεχωρίζει επίσης το “Escape 700”, που θυμίζει απόδραση σε ζωντανή μετάδοση από τα ηχεία. Η διαδικασία απεγκλωβισμού απ΄ ό,τι φυλακίζει τον καθένα συντελείται μέσα από μια λούπα που μοιάζει με ρυθμικό βηματισμό με ανοιχτά τα χέρια. Τέλος, το “Container Park” συγκαταλέγεται στα τραγούδια που μπορούν να γίνουν αντικείμενο ακρόασης ξεχνώντας πως αποτελεί μέρος του μουσικού κουστουμιού μιας ταινίας: το πιάνο τοποθετεί τον ακροατή στη γραμμή εκκίνησης, τα drums είναι ο πυροβολισμός και η α-λα-Prodigy μελωδία είναι η πίστα.
Η λίστα του άλμπουμ αριθμεί είκοσι κομμάτια. Ορισμένα είναι μικρής διάρκειας και λειτουργούν συμπληρωματικά σε σκηνές της ταινίας. Εκεί εντοπίζονται πειραματισμοί εκ του ασφαλούς. Η φήμη και η εμπορικότητα έκαναν προφανώς το δίδυμο να θεωρήσει πως το κοινό θα επικροτήσει την απόπειρά τους ν’ αποδυναμώσουν την ένταση και να λειτουργήσουν αφαιρετικά (“Quayside Synthesis”, “Bahnhof Rumble”). Το αποτέλεσμα είναι να παραφωνούν χωρίς τσαχπινιά. Ίδιο χρώμα, ίδια απόχρωση.
Η σύμπραξη τρανταχτών ονομάτων της μουσικής και του κινηματογράφου που παρατηρείται τελευταία (Tron Legacy/Daft Punk, Despicable Me/Pharrell Williams, τα πιο πρόσφατα παραδείγματα) είναι μια ενδιαφέρουσα τάση και προκαλεί προσμονή για εκπλήξεις. Με το soundtrack του Hanna, οι Chemical Brothers δεν απογοητεύουν όσους περίμεναν την πρώτη τους εμφάνιση στις κινηματογραφικές αίθουσες. Ικανοποιούν το αίσθημα των θαυμαστών τους και συνοδεύουν την ταινία προσδίδοντας την απαιτούμενη ένταση και υπογραμμίζοντας το είδος της: περιπέτεια/θρίλερ.
Αποτυγχάνουν, όμως, να δημιουργήσουν ένα άλμπουμ εξ’ ολοκλήρου αυτόφωτο. Ως μουσική επένδυση συνιστά θετικό σημείο αναφοράς της ταινίας και καλύπτει μέρος από τις αδυναμίες της. Ωστόσο, για να θεωρηθεί ολοκληρωμένο ένα σύνολο, θα πρέπει κάθε κομμάτι που το αποτελεί να είναι κι αυτόνομα ολοκληρωμένο. Στον συγκεκριμένο όμως δίσκο απουσιάζει η έννοια αυτή και κυριαρχεί η αναλαμπή του συναισθήματος. Οι Tom & Ed καταφέρνουν να σε κάνουν να σφυρίξεις τη μελωδία τους, αλλά πολύ σύντομα θα αποτυγχάνεις προσπαθώντας να την ξαναπετύχεις.