Όταν το βρετανικό δίδυμο των Chase And Status κυκλοφορούσε πριν τρία χρόνια το ντεμπούτο του More Than A Lot, οι μοναδικοί που το πήραν χαμπάρι ήταν οι ακόλουθοι της underground dance σκηνής στην Αγγλία. Εκείνος ο δίσκος περιείχε όμως στιγμές πραγματικής έμπνευσης, οι οποίες δεν είχαν ίσως βλέψεις διαχρονικότητας αλλά κατείχαν και με το παραπάνω το σφυροκόπημα με drum breaks, καθώς και γευστικότατα synths και μπασογραμμές. Έτσι, με το πέρασμα των μηνών, η μπάντα κέρδιζε ολοένα και περισσότερη δημοτικότητα, δημιουργώντας έναν τρίτο πόλο στο –μέχρι τότε– παιχνίδι για δυο της dance επιθετικότητας, ανάμεσα στους Pendulum και στους αναγεννημένους Prodigy. Πέτυχαν δε στα ντουζένια της και την έκρηξη του dubstep από το electronica περιθώριο στο προσκήνιο και καβάλησαν έτσι ένα άλογο που τους οδήγησε πολύ μακριά. Έως το σημείο να γράφουν τραγούδια για τη Rihanna και τον Snoop Dogg, για την ακρίβεια.
Μετά από μια τέτοια φρενήρη πορεία, λοιπόν, αρκετοί από εκείνους που είχαν εγκωμιάσει το More Than A Lot περιμένανε με περιέργεια το επόμενο δισκογραφικό βήμα. Αλλά το No More Idols απογοητεύει. Μπορεί το μίγμα των Chase And Status από drum ‘n’ bass, dubstep, rave πλήκτρα και πομπώδη φωνητικά να διατηρείται, αλλά γίνεται φανερό πως η φωτιά για δημιουργικότητα και γιΑ καλλιτεχνικές αναζητήσεις έχει σιγήσει στις τάξεις του group. Τα περισσότερα κομμάτια εδώ είναι δυνατά, έχουν τις κατάλληλες επιφανείς συμμετοχές (Cee Lo Green, Dizzee Rascal, Tinie Tempah, Plan B, Clare Maguire και White Lies), όπως και μια δόση εμπορικότητας ικανή να τους δώσει θέση στο mainstream του νησιού της Αγγλετέρας. Πλην όμως, πρόκειται για άψυχα τραγούδια, τα οποία δεν ενδείκνυνται για επαναληπτικές ακροάσεις, πόσο μάλλον για διάρκεια στο πέρας των ετών.
Τα “Hocus Pocus” και “No Problem”, για παράδειγμα, μπορεί να ηχούν αρκούντως ενεργητικά, όμως δεν προσφέρουν τίποτα παραπάνω στη μακροχρόνια παράδοση ενός είδους σαn το drum ‘n’ bass, που έχει δει παρεμφερή κομμάτια πάμπολλες φορές ανά τα έτη (και με πιo ελκυστικό περιτύλιγμα). Στο “Fool Yourself” πάλι, που το μπασταρδεύουν και με λίγη rock ρυθμολογία, πιστοποιούν τη σύνδεση με τους Pendulum σε ένα ανέμπνευστο όμως αποτέλεσμα. Στα “Hypest Hype” –με τον Tempa T– και “Heavy” –με τον Dizzee Rascal– ποντάρουν σε επιθετικές ρίμες και σε επίπονα beats, στοχεύοντας στην εφηβεία όλου του κόσμου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εκεί θα βρουν πρόσφορο έδαφος, ωστόσο σε έναν ακροατή ο οποίος έχει ήδη κάποια μουσικά βιώματα, αναπόφευκτα θα ηχήσουν μη ενδιαφέροντες και κενοί. Όσο για τη συνεργασία με τους White Lies στο “Embrace”, πρόκειται για ένα ηχητικό ναυάγιο που δανείζεται από παντού, καταλήγοντας όμως να μη συγκινεί κανέναν.
Υπάρχουν βέβαια και οι στιγμές όπου αυτό το υβρίδιο λειτουργεί, ίσως όχι με εξαιρετικά αλλά με ευχάριστα, σχεδόν εθιστικά αποτελέσματα. Τέτοια είναι π.χ. η συνεργασία με τον Cee Lo Green στο εκρηκτικό “Brixton Briefcase” ή το πρώτο single “Blind Faith”, με τις early 1990s αναμνήσεις του από τις αποθήκες με τα underground raves. Επίσης αξιοσημείωτο ότι μέσα στα τραγούδια που διακρίνονται στο No More Idols βρίσκονται τα πιο χαμηλότονα και μελωδικά, όπως τα “Flashing Lights”, “Time” και “Midnight Caller” –με τη συγκινητική ερμηνεία της Clare Maguire να κάνει τη διαφορά. Ίσως είναι μια κατεύθυνση που θα έπρεπε να εξερευνηθεί περισσότερο από μέρους τους στο μέλλον, μιας και η επιθετικότητα τους στερεί κατά τα φαινόμενα πόντους έμπνευσης.
Δείγματα ταλέντου υπάρχουν λοιπόν εδώ, καθώς και στιγμές οι οποίες θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε τραγούδια με υπόσταση και λόγο ύπαρξης. Πλην όμως, κάτι τέτοιο συμβαίνει για την ώρα σε πολύ λίγα εξ’ αυτών, κάνοντας εμφανές ότι οι Chase And Status είχαν μια σύγχυση ως προς το πού ήθελαν να κινηθούν στο No More Idols. Από τη μια δηλαδή επιθυμούν να «χτυπήσουν» θέσεις στα charts, από την άλλη θέλουν να διατηρήσουν και μια αξιοπρόσεκτη υπόσταση στο dance (αλλά και συνολικό) μουσικό στερέωμα. Για το πρώτο σίγουρα τα κατάφεραν μιας και το άλμπουμ έφτασε μέχρι το #2 των βρετανικών charts. Το δεύτερο πάλι είναι υπό συζήτηση...