Πιστεύω ότι στην Ελλάδα έχουμε πολύ αλλοιωμένη εικόνα της αμερικάνικης μουσικής βιομηχανίας. Θεσμοθετούμε το underground και το mainstream με παρακαταθήκες άχρηστης αριστερόστροφης λογικής πάνω στα πράγματα, με αποτέλεσμα να μη βλέπουμε ποια είναι η πραγματικότητα. Το ότι δηλαδή στην Αμερική η αντίδραση στο (όποιο) δισκογραφικό σύστημα δεν έχει να κάνει με μη πίστη στο σύστημα, αλλά με τάση αλλαγής αυτού –είναι κολοσσιαία η διαφορά.

Πάνω λοιπόν σε μια τέτοια διαθλασμένη οπτική των πραγμάτων, ξεφεύγει από την ελληνική μουσικοκριτική το φαινόμενο «ο αμερικάνικος δίσκος». Και εξηγούμαι. Κάθε Αμερικανός καλλιτέχνης που σέβεται τον εαυτό του και έχει διανύσει και μια απόσταση, προσπαθεί να εξασφαλίσει όχι μόνο τα προς το ζην αλλά και τη διαχρονικότητα, κάνοντας σε κάποιο σημείο της διαδρομής ένα άλμπουμ που να συνδέεται με το κύριο σώμα της αμερικάνικης ηλεκτρικής τραγουδοποιίας και να γνωρίζει κριτική και εμπορική αποδοχή. Σε μια τέτοια καμπή βρίσκονται και οι Foo Fighters με το Wasting Light και όποιος λοιπόν τους υποτιμήσει στην παρούσα φάση θα έχει χάσει ένα σημαντικό κλειδί για το πώς λειτουργεί το αμερικάνικο δισκογραφικό σύστημα.

Προσωπικά με εντυπωσίασε ο τρόπος που στρώθηκε ο δρόμος για την έλευση του δίσκου, αρχής γενομένης πριν από τα Χριστούγεννα. Οι πληροφορίες ήταν αρκούντως δελεαστικές: ο μέγας Butch Vig ξαναμπλέχτηκε στην υπόθεση, με τον Grohl στην άλλη άκρη της κονσόλας. Κονσόλας είπα; Εδώ είναι το άλλο κολπέτο… Όχι το αναλογικό, ότι δηλαδή ο δίσκος ηχογραφήθηκε με τον παλιό (καλό) τρόπο, αλλά ποιο ήταν το ίδιο το στούντιο. Χώρος το γκαράζ του Dave Grohl –και, αν γνωρίζετε κανέναν από την audio κοινότητα, ρωτήστε τον για το τι μαζεύει και τι χτίζει ο μπροστάρης των Foo Fighters εκεί μέσα στα τελευταία χρόνια. Στα ειδικά περιοδικά του χώρου έχει παίξει ουκ ολίγες φορές ένα μυστήριο του στυλ «κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς κάνει ο τύπος, λένε όμως ότι έχει βάλει παπάδες και αρχιμανδρίτες παλαιάς και νέας κοπής». Μεταφράζω: ο Grohl μάζεψε παλιά μηχανήματα για τις ηχογραφήσεις και τεχνολογία αιχμής για την επεξεργασία των πηγών. Όσοι έχετε σχετικό κόλλημα, ξέρετε ότι κάτι τέτοια κάνουν τα αρρωστάκια του χώρου να τους τρέχουν τα σάλια (προσθέστε και τον υπογράφοντα). Είναι σαν να λες ότι βρέθηκε άλλο ένα φιλμάκι που δείχνει τον εξωγήινο από την Area 54 και ο συζητητής σου να είναι ο ανιψιός του Έριχ Φον Ντένικεν. Προσθέστε δε στα παραπάνω ότι οι Foo Fighters έδωσαν μια σειρά συναυλιών μέσα στην άνοιξη αποκλειστικά σε αίθουσες παλαιών κινηματογράφων ανά την επικράτεια των Η.Π.Α. Τι μας φτιάχνουν όλα αυτά; Ένα όμορφο και καλοστημένο promo! Μέρος φυσικά του οποίου είναι και το χαβαλεδιάρικο βιντεοκλίπ του “White Limo”, με τον Lemmy οδηγό ενός ανάλογου οχήματος και το συγκρότημα στα suburbia κάποιας αμερικάνικης πόλης να περνάει καλά και να φωνασκεί –χωρίς προφανή λόγο, πέρα από το ότι γιορτάζει την ίδια του την ύπαρξη.

Αυτό ακριβώς είναι, τελικά, το κεντρικό σημείο της προσωπικότητας των Foo Fighters, όπως τη χτίζει ο Grohl στο Wasting Light, προσεδαφίζοντας τη μπάντα του στο πεδίο των μεγάλων αμερικάνικων συγκροτημάτων. Όχι επειδή φτάνουν σε εβερέστια ύψη σύνθεσης, αλλά επειδή κεντράρουν στην αμερικάνικη ψυχοσύνθεση. Τα νέα τους τραγούδια είναι φτιαγμένα ώστε να ικανοποιούν τις παρακάτω τάσεις: α) αναφορά σαφέστατη στα 1990s και στις κιθάρες που το αρμολόγησαν, β) γέφυρες έξυπνα γραμμένες, οι οποίες προσφέρονται όχι μόνο για συναυλιακά «τραγουδήστε μαζί μας» αλλά και για ηχητική παρέα στο τιμόνι (απαραίτητο κόμψευμα κάθε Αμερικανού συνθέτη), γ) φωνητικά και τριφωνίες που ενίοτε μπορεί να κραυγάζουν (όπως στο προαναφερθέν “White Limo”) αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις απηχούν συγκροτήματα που παραδοσιακά συνένωσαν το εφηβικό κοινό με τις ηλικίες των 35+ στη δεκαετία του 1980 (βλέπε Doobie Brothers, Eagles και πάνω απ όλα Kiss) και δ) έναν ήχο που βομβίζει μεν συντηρητικά, αλλά διαθέτει και τα κλασικά ποπ περάσματα που και ο Grohl συνηθίζει και ο Butch Vig γνωρίζει (από την εποχή του Σιαμαίου Ονείρου και του πρώτου Σκουπιδοτενεκέ) να σμιλεύει περίτεχνα.

Ο δίσκος, με μια λέξη, είναι διασκεδαστικότατος. Και είναι ικανός να σας κάνει παρέα σε πολλές φάσεις της ημέρας σε ακουστικά. Αν δε ήσασταν Αμερικανός, πιθανότατα θα ακουγόταν και ανάμεσα από τσίκνες μπάρμπεκιου –ειδικά αν ήσασταν 32 και οικογενειάρχης μόλις για 2-3 χρόνια, οπότε κρατούσατε ακόμα επαφή με το rock ‘n’ roll χαλί της νεότητάς σας. Θα πιάσει επίσης πόντους και σε μερικούς από εσάς που είστε άνω των 40 και θα πείτε «μωρέ μπράβο ο Γκρόλης, έκανε και σχεδόν acid εξώφυλλο», θα αρέσει γυναιξί και τέκνοις και θα συγκινήσει διότι τραγούδια mid tempo όπως το “Arlandria” και το “Dear Rosemary” μπορούν να κολλήσουν σε διάφορες ψυχολογικές καταστάσεις. Θα σας κάνει επίσης να ξεθάψετε τους Redd Kross και το Neurotica (1987) όταν θα ακούσετε το εναρκτήριο λάκτισμα “Bridge Is Burning” και, εν κατακλείδι, θα σας κάνει να παραδεχτείτε ότι ο Dave Grohl είναι μεγάλη αλεπού (δεν αποτελεί μομφή κάτι τέτοιο), έξυπνος άνθρωπος και εργατικός μουσικός. Αλλά μέχρι εκεί.

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured