Μια βόμβα εκρήγνυται σε ένα μικρό εμπορικό κέντρο. O Sam, ο φύλακας του χώρου, προσπαθεί να σώσει τον κόσμο που βρίσκεται εκεί, αλλά γρήγορα τον καταλαμβάνει ο πανικός. Αφήνει τα θύματα στην τύχη τους και εξαφανίζεται τρέχοντας. Αργότερα, θα συναντήσει τους ανθρώπους που κατάφερε να σώσει, αλλά όλοι τους πιστεύουν ότι, κατά κάποιον τρόπο, ο Sam είναι υπεύθυνος για ό,τι συνέβη –αφού απέτυχε να τους προστατεύσει.
Αυτή είναι η σύνοψη της τελευταίας ταινίας του Βέλγου σκηνοθέτη Koen Mortier, η οποία προβλήθηκε στις ευρωπαϊκές αίθουσες τον χρόνο που μας πέρασε. O σκηνοθέτης μάλιστα, προτού καν αρχίσει να δουλεύει τις σκηνές της ταινίας με τους ηθοποιούς του, συνάντησε τον κιθαρίστα Mike Gallagher (των Isis) και του ανέθεσε να γράψει τη μουσική της ταινίας. Ο Gallagher, με τη σειρά του, δήλωσε ότι βρήκε ενδιαφέρουσα την πρόκληση να γράψει μουσική για τον κινηματογράφο κι έτσι, με όχημα τους Mustard Gas And Roses (MGR) –το side project που μας σύστησε το 2006 με το Nova Flux– ξεκίνησε να «χτίζει» το soundtrack, από το οποίο του περίσσεψε και αρκετό υλικό για μια μελλοντική σόλο κυκλοφορία (σύμφωνα με τον ίδιο).
Λιτότητα και σκοτεινές διαθέσεις, σε ένα «απογυμνωμένο» από όργανα μουσικό τοπίο, όπου τα πλήκτρα του πιάνου ακούγονται ακόμα πιο βαριά και μελαγχολικά και τα ηλεκτρικά βουητά από τις κιθάρες ξετυλίγονται αργά και υπόκωφα, μέχρι να σβήσει και ο τελευταίος drone παλμός. Ο Gallagher ρίχνει το βάρος όχι τόσο στη σύνθεση –μιας και οι μελωδίες του δεν έχουν κάτι το ιδιαίτερα πολύπλοκο– αλλά στη δημιουργία μιας υποβλητικής ατμόσφαιρας, η οποία βυθίζει τον ακροατή, σταθερά και με αυξανόμενη συναισθηματική ένταση, σε ένα θολό σκηνικό, όπου η «απειλή» υπονοείται χωρίς να καταδεικνύεται. Επιπλέον, καταφέρνει να χρησιμοποιήσει έξυπνα τις παύσεις, τραβώντας στο έπακρο τις επαναλήψεις των μοτίβων προκειμένου να φτιάξει ένα κλειστοφοβικό κλίμα και –μέσα σε αυτό το πλαίσιο– να αποδώσει με έντονα χρώματα μια σειρά από συναισθήματα όπως η αγωνία, ο πανικός και η ενοχή.
Με το 22nd Of May οι Mustard Gas And Roses κερδίζουν το στοίχημα δημιουργίας ενός αξιοπρεπούς soundtrack, καθώς βάζουν τον ακροατή στις ατμόσφαιρες των πλάνων του Mortier. Από την άλλη, όμως, δεν έχουν πολλές απαντήσεις στο –πάντα καίριο– ερώτημα αν τελικά αυτή η μουσική μπορεί να «σταθεί» και χωρίς την ταινία. Χρειάζονται αρκετές δόσεις υπομονής, καθώς η επαναληπτικότητα των μοτίβων του Gallagher λειτουργεί κουραστικά από ένα σημείο και μετά –και πάλι ωστόσο λίγα κομμάτια μπορούν τελικά να υπάρξουν και έξω από την ταμπέλα «soundtrack».