Τι εικόνα θα σχηματίζατε αν ένας μυστηριώδης τύπος με σκυθρωπή μάσκα σάς έλεγε πως υποδύεται μια περσόνα ονόματι Grandmaster Abscon και γράφει μουσική όντας απλός δέκτης εμπνεύσεων και ιδεών, οι οποίες του υπαγορεύονται από κάποια εξώτερη δύναμη; Κάτι διαστροφικό, το πιο πιθανό. Πόσο μάλλον αν ο ίδιος δήλωνε ένα φάσμα επιρροών από τους Death In June ως τον Lee Hazlewood, και από τον Picasso, τον πρώιμο γερμανικό ρομαντισμό και τoν γαλλικό συμβολισμό ως τη ye-ye μουσική των 1960s. Το σμαραγδί χρώμα, το οποίο ντύνει τις κυκλοφορίες του, ίσως θέλει να υπονοήσει πως ο άνθρωπος που κρύβεται πίσω από τον Abscon (δεν γνωρίζουμε το πραγματικό του όνομα, αλήθεια) ακολουθεί τη διαδικασία σύνθεσης τόσων γνωστών καλλιτεχνών του 19ου αιώνα, έχοντας καταναλώσει αψέντι με τη σέσουλα. Και, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται μετά την παραπάνω περιγραφή, το εγχείρημά του δουλεύει εξαιρετικά.
Από μία πρόχειρη ακρόαση θα μπορούσε κανείς να πει πως πρόκειται για άλλο ένα neofolk project, το οποίο ακολουθεί την πεπατημένη. Δίνοντας, όμως, μεγαλύτερη προσοχή στο Am Himmel Mit Feuer, κι έχοντας ακούσει και το προηγούμενο μίνι άλμπουμ, Spektral Magik –το οποίο είχε διατεθεί για δωρεάν download στο MySpace– καταλαβαίνει κανείς πόση αφοσίωση και δημιουργικότητα έχει επενδύσει ο Abscon στα τραγούδια του. Μια πρώτη παρατήρηση γύρω από τη μουσική του: δεν έχει εκείνη την ψυχρή και απρόσιτη διάσταση, όπως (τα πιο) πολλά παρόμοιου είδους συγκροτήματα. Όσο ανατριχιαστικές κι αν είναι οι απεικονίσεις του...τρελού με το ακορντεόν στο εσωτερικό του δίσκου, τίποτα δεν δημιουργεί την αίσθηση του φόβου στις συνθέσεις του. Αντίθετα, οι τελευταίες ακούγονται παράξενα θερμές και οικείες.
Ο μυστήριος καλλιτέχνης τραγουδά κυρίως στα Γερμανικά –από τα ελάχιστα πράγματα που γνωρίζουμε γι’ αυτόν είναι η γερμανική του καταγωγή– με κάποιους στίχους στα Γαλλικά (παρένθεση: πολλά συν για την αγγλική μετάφραση των στίχων στο βιβλιαράκι). Πράγμα που παραπέμπει στη γνώριμη φιγούρα της/του Anna Varney (Sopor Aeternus & The Ensemble Of Shadows). Με ανάλογο αλλά λιγότερο δραματικό τρόπο από την/τον Varney, κατά σημεία ο Abscon αλλάζει την εκφορά του, υποδυόμενος ρόλους. Η φωνή του συνοδεύεται ενίοτε από αυτή της Vera W’r..H, όπως αναγράφεται το όνομα της μόνιμης συνεργάτιδάς του, η οποία στο Spektral Magik έπαιζε με τις φωνητικές τεχνικές των Cocteau Twins. Άλλοι κατά καιρούς συνεργάτες του έχουν υπάρξει, μεταξύ άλλων, ο Usher των Norma Loy –ο οποίος τον βοηθά στα live– και οι L’Horrible Passion, που έχουν συμμετάσχει και στο “Chant Solitaire” του παρόντος δίσκου.
Και για να συνεχίσουμε τον εντοπισμό των επιρροών του Abscon μέσα στο ντεμπούτο του, ο ίδιος έχει δηλώσει πως το παραμυθένιο “Magik” είναι βασισμένο από τη μια πλευρά στο “Blue Bayou” του Roy Orbison και από την άλλη στη «Μουσική Για Την Κηδεία Της Βασίλισσας Μαρίας» του Henry Purcell. Και όχι, η τόσο διασκεδαστική διαστροφή του δεν τελειώνει εδώ. Σε όλη την έκταση του Am Himmel Mit Feuer υπάρχουν διάσπαρτα samples και επαναλαμβανόμενα μοτίβα, από ήχους καμπάνας και κούνιας που τρίζει (“A Mon Seul Desir”) μέχρι glockenspiel, θέρεμιν και αποσπάσματα από ταινίες και προσευχές σε διάφορες γλώσσες.
Ένα άγγιγμα από τους μελαγχολικούς Swans διακρίνεται σε κάμποσα σημεία, όπως στο πρώτο από τα δύο “Promenade”. Οι έντονες αντιθέσεις και εναλλαγές μεταξύ κορυφώσεων και ηρεμίας είναι, επίσης, πολύ συχνές. Τα φωνητικά στο “Schwarzes Schiff” αποτελούν κατά τη γνώμη μου μια αδύναμη στιγμή, μα παράλληλα οι new wave κιθάρες, που θυμίζουν Chameleons, έχουν ταιριάξει περίεργα καλά. Έπειτα, έχουμε την πιο batcave στροφή προς το τέλος του “Im 3. Raum”, το εμβατηριακό “Galathea Am Himmel Mit Feuer” με το ανυπόφορα ενοχλητικό τελείωμα, και τον βουκολικό σκοπό που ανοίγει και κλείνει το άλμπουμ. Και φυσικά έναν διάχυτο –αν μου επιτραπεί ο όρος!– «ντεθιντζουνισμό», ο οποίος δεν κρύβεται με τίποτα, ούτε έχει σκοπό να κρυφτεί.
Αν μη τι άλλο, λοιπόν, ο πρώτος δίσκος της «Τέχνης του Abscon» (Art Abscons) είναι ευφάνταστος και διαθέτει μια ανοιχτομυαλιά, η οποία, κακά τα ψέματα, λείπει από πολλούς συναδέλφους του Γερμανού. Δεν γνωρίζουμε αν κι αυτός, όπως ο Douglas Pearce που τόσο θαυμάζει, κάποια στιγμή θα αποκαλύψει το πρόσωπό του ή αν θα παραμείνει ανώνυμος. Λίγη σημασία έχει, όμως, η ταυτότητα του εν λόγω κυρίου, εφόσον η μουσική του μας πείθει. Αυτό επιθυμεί, άλλωστε, και ο ίδιος.