Μια ματιά στο βιογραφικό του, 83χρονου σήμερα, Lee Konitz σε φέρνει αντιμέτωπο με ένα μεγάλο φάσμα της εξέλιξης της jazz. Έχοντας ως εκκίνηση τη στιγμή που, ως πιτσιρικάς, βρήκε το κάρμα του στη μουσική –στα μέσα, δηλαδή, της δεκαετίας του 1940, όταν οι αγαπημένες του μεγάλες swing ορχήστρες (όπως αυτή του Benny Goodman ή του Count Basie) παραχωρούσαν το προσκήνιο στο bop. Δίνοντας, παράλληλα, τη μεγάλη ώθηση για να φυτρώσουν οι πολύπλευρες πτυχές του jazz οικοδομήματος.

Ο ίδιος ο Konitz έκανε όνομα στο στερέωμα της λεγόμενης cool jazz (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έριχνε κλεφτές ματιές και σε άλλες μορφές), ενώ είχε την ευτυχία να θητεύσει δίπλα σε μουσικούς όπως ο Miles Davies και ο Gerry Mulligan –διόλου τυχαία βρέθηκε δίπλα τους στη Birth Of The Cool περίοδο– ο Bill Evans ή ο Stan Kenton αλλά και να συνεργαστεί για χρόνια με άλλους, όπως ο Elvin Jones. Ένας μουσικός με βιογραφικό πλούσιο, ζηλευτό και σίγουρα όχι τυχαίο, ο οποίος μπορεί να μην αποτέλεσε ποτέ προπομπό εξελίξεων, υπήρξε όμως αναμφισβήτητα ένας υπολογίσιμος φορέας αυτών.

Στη συγκεκριμένη κυκλοφορία τον βρίσκουμε να μοιράζεται τη σκηνή του θρυλικού νεοϋορκέζικου club Village Vanguard, μαζί με ένα ενδιαφέρον και πολυσυλλεκτικής προελεύσεως τρίο, τους Minsarah (Florian Weber, Jeff Denson και Ziv Ravitz –από Κολωνία, Σαν Ντιέγκο και Τελ Αβίβ αντίστοιχα), έναν περίπου χρόνο μετά την πρώτη συνεργασία τους στον δίσκο Deep Lee.

Στις επτά συνθέσεις, το κουαρτέτο στέκεται τόσο στα cool jazz βιώματα του Konitz, όσο και στη σύγχρονη παιδεία των Minsarah, οι οποίοι απέχουν ηλικιακά από τον Konitz σχεδόν μια πεντηκονταετία! Στέκεται δηλαδή τόσο στην ακαδημαϊκή γνώση των jazz επιτευγμάτων, όσο και στη modal ελευθερία που τους δίνει η εκτελεστική τους ευχέρεια (και όχι μόνον). Υπάρχει μία αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ των δύο μουσικών οντοτήτων και μάλλον αυτό είναι το σημαντικό σε τούτη την κυκλοφορία. Και τι άλλο θα μπορούσε, άλλωστε, να προσφέρει ένας μουσικός στην ηλικία του Konitz, παρά τη βαθιά του αντίληψη, τη βαθιά οντολογική σχέση του με τη μουσική και τη μετάδοση αυτής της κατανόησης στους κατά πολύ νεώτερους συνοδοιπόρους του;

Σίγουρα η εκτελεστική του επάρκεια δεν αποτελεί ζητούμενο. Και σε απολήξεις κάποιων φυσημάτων, σε κάποιες απότομες τονικές μεταστροφές, φαίνεται ότι το άλτο του Konitz έχει πια γεράσει. Σοφά λοιπόν, μένει στην αγαπημένη του cool jazz, όπου η ταχύτητα ή το μεγάλο εύρος της τονικότητας δεν έχουν τόση βαρύτητα όσο η εκφραστικότητα, αφήνοντας τα ηνία στο πιάνο του Weber (κυρίως), όταν τα πράγματα γίνονται (ή καλύτερα για να γίνουν) πιο σύνθετα. Ως επιστέγασμα αυτής της επικοινωνίας μεταξύ των μουσικών, βρίσκουμε το “Kary’s Trance”, μία σύνθεση του Konitz από το 1958, «μεταφρασμένη» υπέροχα σε μία εκδοχή που ξεκινάει με το πιάνο και το δοξαράτο κοντραμπάσο του Denson να δίνουν ένα αργό ρυθμικό περίβλημα και μία εντελώς διαφορετική συναισθηματική επίστρωση, πάνω στην οποία ξεκινάει το σόλο του σαξοφώνου. Κατά τη διάρκειά του, ο ρυθμός βαίνει αυξανόμενος για να συναντηθεί για λίγο με το ομοίωμα της αυθεντικής σύνθεσης, να πάρει κάτι από την swinging jazz του και να χαθεί και πάλι στο σόλο του πιάνο.

Ιδιαίτερη είναι και η εκτέλεση της σύνθεσης του Florian Weber, “Color”, με το τρίο των Minsarah να ασκείται (χωρίς τον Konitz) σε μία διεξοδική modal jazz, όπου οι φράσεις του κοντραμπάσου και του πιάνο, οι εναλλαγές στη ρυθμικότητα και την εκφραστικότητα μπλέκονται έξυπνα σε έναν ενιαίο μίτο, ο οποίος λύεται με μία εξαιρετικής πυκνότητας κορύφωση. Ενδιαφέρουσα, επίσης, και η συνύπαρξη των σόλο του πιάνο και των τύμπανων του Ravitz στην κλασική σύνθεση του Ray Noble, “Cherokee” ή η εκτέλεση του επίσης κλασικού “I Remember You” (σύνθεση του Victor Schertzinger –γνωστότερη ίσως από την Ella Fitzgerald ή τον Chet Baker), ιδίως το δεύτερο μισό της, με τον Weber στη θέση του οδηγού. Όπως, τέλος, και αυτή του “Subconscious Lee”, με τον Konitz να ανασύρει εξηκονταετείς μνήμες πριν παραδώσει τη σκυτάλη στους Minsarah για να ανεβάσουν τις στροφές.

Το Live At The Village Vanguard, λοιπόν, αποτυπώνει μία ενδιαφέρουσα συνύπαρξη, στην οποία ο Lee Konitz δίνει το στίγμα και το τρίο των Minsarah αναλαμβάνει τη σύνδεση με το παρόν. Υπό μία έννοια, έτσι, το κουαρτέτο καταφέρνει να καταλύσει τις χρονικές αποστάσεις ή καλύτερα να προσποιηθεί πολύ επιτυχημένα ότι δεν υφίστανται: σαν το παρελθόν και το παρόν να γίνονται τα μέλη ενός ιδιόμορφου ντουέτου. Και είναι μέσα από μια τέτοια εναρμόνιση του χρόνου (και των μουσικών συνισταμένων που αυτός φέρει) που το κουαρτέτο καταφέρνει να αποδείξει εμπράκτως την αλήθεια των λεγομένων του Lee Konitz και του Florian Weber στα σημειώματα τα οποία εσωκλείονται στην παρούσα έκδοση, μιλώντας πρωτίστως για την αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ των μελών του και για την ομοούσια φύση του, μα και την αξία του όλου εγχειρήματος.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured