Καθώς ακούω το εναρκτήριο “The Circuit”, οι μνήμες μου ανασύρουν τον Γιώργο Οικονομίδη στην κονφερασιέ εκδοχή του (γιατί είχε κι άλλες). Αλλά με ένα τριμμένο, φτηνό κοστούμι αντί για το δικό του, με ένα τσαλακωμένο στις πτυχές πουκάμισο αντί για το ατσαλάκωτο λευκό του και με ένα πικρό, ίσως και λίγο μοχθηρό χαμόγελο στη θέση του πλατιού, α-λα-Colgate, δικού του: η φωνή πίσω από το “Circuit” έχει τη θέρμη και τα τρικ ενός έμπειρου κονφερασιέ, μα το δικό της «βασίλειο» είναι χθόνιο, ενώ το πεδίο δράσης της ένα τσίρκο. Ή ίσως ένα καμπαρέ.

Θεατρικότητα. Να μια λέξη που ξεκλειδώνει αρκετά πράγματα στο Hitman’s Heel της Danielle De Picciotto και του Alexander Hacke. Ιδίως σε όσα συνεισφέρει εδώ η πρώτη. Τα του Hacke αποκαλύπτονται αν σταθείς εμπρός του και αναφωνήσεις «Nick Cave, Tom Waits, Kurt Weil» ενώ τα των ντουέτων τους μπορούν να ειδωθούν υπό τη σκέπη των Mark Lanegan/Isobel Campbell, Nick Cave/PJ Harvey ή Chris Eckman/Carla Torgerson παραδειγμάτων. Υπάρχει δε και μια (ανακατασκευασμένη) σεβεντίλα στο ομώνυμο “The Hitman’s Heel”, ψυχεδελοζεπελινικής έμπνευσης.

Τα παραπάνω είναι, νομίζω, αρκετά για να σας περιγράψουν τι ακούμε στο Hitman’s Heel, ακόμα και αν δεν γνωρίζετε παρά σποραδικά τη δράση του Hacke στους Einsturzende Neubauten και της De Picciotto στους Διαστημικούς Καουμπόηδες. Δεν εξαντλούν, όμως, τι κατ’ ουσία συμβαίνει σε αυτόν τον δίσκο.

Οι παραπάνω αναφορές-επιρροές, βέβαια, δεν είναι παίξε-γέλασε και κάτι τέτοιο έχει τελικά το τίμημά του: όσο εύστοχα και με άποψη κι αν τις μεταχειρίζεται το ζεύγος, συχνά αδυνατεί να τις προσπελάσει, να φτάσει στο κάπου παραπέρα, στο κάτι παραπάνω από όσα εκείνες έχουν δώσει. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο μειονέκτημα του Hitman’s Heel, κατά τη γνώμη μου. Με δεύτερο στη σειρά το ότι ο Hacke αποδεικνύεται καλλιτέχνης με μεγαλύτερο εκτόπισμα σε σύγκριση με τη σύζυγό του –αλλά αυτό, ας το παραδεχτούμε, το ξέραμε πάντα. Ωστόσο, σε ουκ ολίγα σημεία της διαδρομής επιτυγχάνεται μια υπέρβαση βασισμένη στην προσωπικότητα. Διαθλώντας την americana εδώ, πειράζοντας τη μπλουζ κληρονομιά εκεί, ανατρέχοντας στα μεσοπολεμικά καμπαρέ του Βερολίνου με μια ροκ διάθεση παραπέρα, Hacke και De Picciotto (με αυτή τη σειρά) καταφέρνουν να έχουν τις δικές τους μικρές στιγμές σπουδαιότητας. Όχι εξελίσσοντας κάποια μελωδική φόρμα ή ανατρέποντας στιχουργικά δεδομένα, μα στη βάση μιας ενδιαφέρουσας προσωπικής ανάγνωσης. Κι εκεί εδράζεται το μισό αστέρι παραπάνω που τους δίνω, τελικά, στην αξιολόγηση.

Στην Ελλάδα όπου κάνει θραύση ο Cave, ο Lanegan (με ή χωρίς την Campbell), οι Tindersticks και οι Tiger Lillies, δεν βλέπω κανέναν λόγο να μην κάνει θραύση και το Hitman’s Heel. Αρκεί να το ανακαλύψουν τα ραδιόφωνα –και μιλάω για τα mainstream ραδιόφωνα, εκείνα που παίζουν σε ταξί και στα σπίτια των τριαντάρηδων μικροαστών οι οποίοι ακούν επιτυχίες από τα 1980s και 1990s. Σε αυτή την περίπτωση, βέβαια, τα εδώ τραγούδια θα καταλήξουν «τσίχλα», αλλά δεν πειράζει: δεν ήμουν ποτέ ανάμεσα σε όσους τους πειράζει κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Ποιος ξέρει, το πρότζεκτ Burn Baby Burn (όπου συνυπάρχουν Hacke και De Picciotto) είναι πλέον κοντά στην αθηναϊκή του εμφάνιση. Οπότε μερικοί μπορεί και να το ψάξουν το ζήτημα...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured