Τίποτα δεν με κάνει να χαμογελάω με περισσότερη ικανοποίηση από ένα εμπνευσμένο κιθαριστικό ριφ, prog προέλευσης και λογικής με ολίγον από stoner τραχύτητα. Δυστυχώς, με την πάροδο των ετών, με το γκριζάρισμα των κροτάφων και το άδειασμα του τριχωτού της κεφαλής, όλο και περισσότερο αραιώνουν και οι αυθεντικές κιθαριστικές δημιουργίες που θα μπορούσαν μέχρι και ηλεκτρισμένους σπασμούς ευδαιμονίας να στείλουν κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς μου... Όπως τότε που άκουγα για πρώτη φορά το κεντρικό ριφ κιθάρας-μπάσου στο θεσπέσιο “Schism” των Tool ή τον επίμονο, κολλητικό μονόλιθο του “No One Knows” των Queens Of The Stone Age.

Αλλά, για μισό λεπτό, τι δουλειά έχω να γράφω περί ηλεκτρικών κιθαριστικών εμμονών σε μια κριτική για τους Beehoover; Τα παλικάρια ούτε καν χρησιμοποιούν κιθάρα! Μπάσο και ντραμς δεν αποτελούν την πρώτη ύλη στη δισκογραφία τους;

Ναι μεν, αλλά... Γιατί στο Concrete Catalyst περιέχονται μερικά από τα πιο δυνατά ριφ που έχουν τρυπήσει τους ακουστικούς μου πόρους τα τελευταία χρόνια. Εν μέσω συνθέσεων prog διάταξης και τζαζοειδών απολήξεων, δεν μπορείς παρά να επικεντρωθείς στο τερατώδες (με την καλή έννοια) παίξιμο του μπάσου από τον Ingmar Petersen, ο οποίος ξετινάζει τα ηχεία σε τραγούδια όπως το “Five Minutes To Resistance” και το “Sultana”, κάνοντας την έλλειψη των εξάχορδων πρωταγωνιστών του οτιδήποτε «ροκ» να ανήκει απλά στα credits του δίσκου. Εν μέσω δε τόνων παραμόρφωσης και διφορούμενων φωνητικών, μάλλον της Patton-ικής σχολής, ο Petersen κατορθώνει να κρατήσει το ενδιαφέρον αμείωτο χάρη στο αδιαφιλονίκητο ταλέντο του να δαμάζει κατά τρόπο πωρωτικό το τετράχορδο θηρίο που κατοικοεδρεύει στην αγκαλιά του.

Το ντουέτο που ξεκίνησε το 2005 ως ένα αποσκελετωμένο παρακλάδι του doom ιδιώματος και δη των Voodooshock (των οποίων οι Petersen και Hamisch αποτελούν μέλη) συνέχισε να γκρουβάρει αλύπητα έως και σήμερα, φτάνοντας πλέον σε ένα απόγειο παραμόρφωσης και μυώδους μουσικής έκφρασης. Τέτοιας που, ακόμα και τετραμελείς μπάντες με πληρέστερο οπλοστάσιο, δεν μπορούν να φτάσουν. Ωστόσο, υπάρχουν και αδυναμίες. Και σε αυτές σίγουρα θα συμπεριλάβω τον σχετικά ρηχό ήχο –προϊόν της βεβιασμένης ηχογράφησης και μίξης στο προσωπικό στούντιο του διδύμου Petersen & Hamisch– καθώς και την έλλειψη ενός παραγωγού στον ρόλο του «τρίτου ματιού», που θα μπορούσε, ίσως, να προσδώσει μια διαφορετική δυναμική στα κρουστά του Hamisch, αναδεικνύοντάς τα από την εδώ σχετική αφάνεια.

Το Concrete Catalyst των Beehoover παραμένει πάντως μια εναλλακτική κατάθεση στον post-metal κόσμο, με δυνατές στιγμές οι οποίες οπωσδήποτε υπερφαλαγγίζουν τα όποια αρνητικά θέματα παρουσιάζει ο ήχος. Αν μάλιστα πετάγαμε τις δύο ακουστικές στιγμές του δίσκου και τον τοποθετούσαμε σε ένα πιο υγρό και σκοτεινό περιβάλλον, θα απέδιδε πιστεύω περισσότερα –τόσο για τους ακροατές, όσο και βαθμολογικά. Ίσως στην επόμενή τους κατάθεση οι δύο Γερμαναράδες να το χοντρύνουν κι άλλο το παιχνίδι. Ειδικά αν ο Hamisch δώσει όγκο στο περίτεχνο παίξιμό του και ο Petersen αφήσει στην άκρη τον Patton μέσα του και συνεχίσει να εκσπερματώνει ριφάκια σαν έφηβος που μόλις ανακάλυψε την κρυφή χαρά του έρωτα. Ίδωμεν!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured