Ο Ludovico Einaudi είναι, έτσι κι αλλιώς, ενδιαφέρουσα περίπτωση συνθέτη και πρωτίστως πιανίστα. Είναι αλήθεια βέβαια ότι ως καλλιτέχνης εστιάζει περισσότερο στη γραφή του και όχι στην εκτέλεση, μιας και κυκλοφορεί πάντα πρωτογενές υλικό. Ας σημειωθεί επίσης πως στις κυκλοφορίες του δεν αφήνει κανέναν να πλησιάσει το πιάνο, πέρα απ’ αυτόν. Λίγο απλουστευμένα, μπορείς να ισχυριστείς πως οι χρωματισμοί του (πάντα το στοιχείο-κλειδί σε τέτοιες περιπτώσεις, ειδικά αν ψάχνεις τον τρόπο και όχι μόνο το αποτέλεσμα) αποτελούν το δυνατό του σημείο. Κάτι ορατό και εδώ, όπου συνυπάρχει με τα αδέρφια Robert και Roland Lippok, τους οποίους έχετε συναντήσει ως To Rococo Rot (τον δεύτερο και στους Tarwater).

Οι To Rococo Rot είναι μια από τις καλύτερες μπάντες που μπορείς να συναντήσεις κάτω από την ταμπέλα folktronica και μάλιστα το περσινό Speculation είναι, τελικά, μερικώς αδικημένο: το προσπεράσαμε με μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ ότι του άξιζε. Ομολογώ δε πως το συγκεκριμένο project, που ηχογραφήθηκε από τις αρχές του ’07 μέχρι το καλοκαίρι του ’08 και κυκλοφόρησε το 2009, δεν το είχα πληροφορηθεί. Και πιθανότατα να μην το άκουγα ποτέ, αν δεν ερχόταν ένα αντίτυπό του στο γραφείο, την περίοδο που με απασχολούσε η μουσική του Einaudi.

Οι Lippok, αναλαμβάνοντας φυσικά τα ηλεκτρονικά μέρη, έχουν το καθήκον να φτιάξουν το κατάλληλο περιβάλλον για να «χωρέσει» τα πλήκτρα του ο Ιταλός μουσικός ή περίπου το αντίστροφο: να ενισχύσουν τη συνθετική ορμή του πιάνου. Έχει ενδιαφέρον να προσεγγίσεις έτσι το Cloudland ψάχνοντας να βρεις την αφετηρία κάθε κομματιού –και κάπως έτσι αντιμετωπίζεται στην παρούσα κριτική. Το μεγαλύτερο λοιπόν προτέρημα των περισσότερων συνθέσεων, εντοπίζεται στην ομαλή συνάντηση-ένωση δύο φαινομενικά ετερόκλητων κόσμων. Ο μινιμαλισμός, η αφαίρεση, ο θόρυβος, οι συχνότητες και οι εναλλαγές ρυθμών από την μια. Ο μαξιμαλισμός των πλούσιων ενορχηστρώσεων, η μελωδία και η καθάρια παρουσία του πιάνου στα «νόμιμα» μέτρα, από την άλλη.

Ουσιαστικά, για να λειτουργήσει μια τέτοια συνεργασία ήταν απαραίτητο και οι δύο πλευρές να κάνουν κάποιους συμβιβασμούς. Πιθανολογώ πως λόγω της παρουσίας των Lippok στις σόλο δουλειές του Einaudi αναπτύχθηκε αμοιβαία εμπιστοσύνη, αφού τα αδέρφια όχι μόνο «δέχονται» να προσθέσουν μελωδικές μπασογραμμές, αλλά αφήνουν τον Einaudi να χρησιμοποιήσει έγχορδα όπως συνηθίζει να κάνει όταν είναι σόλο (κάτι που αποφεύγουν σχεδόν πάντα οι ίδιοι). Αντίστοιχα, ο Einaudi ανταπoδίδει παίζοντας πολύ μικρές φράσεις για τα δεδομένα του και κυρίως επαναλαμβάνοντας μια καθαρή ματζόρε μελωδία –η οποία, προς έκπληξη των Συμβουλίδη & Τζιρίτα, μου αρέσει πολύ.

Είναι αυτονόητο πως, σε περιπτώσεις, το πείραμα δεν πετυχαίνει και συγκεκριμένα αυτό συμβαίνει στα πιο μικρής διάρκειας κομμάτια. Εκεί συνήθως προσπερνάς (“Ulysses And The Cats”, “The Room”), αφού ακούγονται ως συμπληρωματικά και σε καμία περίπτωση δεν φανερώνουν σημάδια έμπνευσης. Ευτυχώς πάντως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στη μεγαλύτερη διάρκεια του δίσκου, ο οποίος μπορεί να μην γίνεται εθιστικός, είναι όμως άψογα δομημένος –με κορυφαίες στιγμές τα “Light On Light” και “Tabgerine”. Πάνω απ’ όλα, αποτελεί υπόδειγμα συνεργασίας (εννοώντας πως το αποτέλεσμα θα ήταν λειψό χωρίς την παρουσία και των δύο πλευρών) και λυτρώνει τον Einaudi από τα προβλήματα που έχει το Nightbook (δες την αντίστοιχη κριτική).

{youtube}dgJJu48CFEA{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured