Ο Einaudi είναι μεγάλος αστέρας στην Ιταλία. Οι δίσκοι του πουλάνε τρελά, ο ίδιος παίζει στην περιβόητη και απαιτητική Σκάλα του Μιλάνου, ενώ φέτος κυκλοφόρησε και διπλό live αλμπούμ με υλικό από τις εμφανίσεις του στο Royal Albert Hall. Δεν μπορείς να ισχυριστείς, βέβαια, πως είναι και πολύ γνωστός έξω από τους κύκλους που ασχολούνται με τη σύγχρονη κλασική σύνθεση και τους κινηματογραφικούς συνθέτες. Τη συμμετοχή του στο soundtrack του This Is England την προσπερνάς, γιατί όλοι θυμόμαστε ska/reggae τραγούδια από τους Toots & The Maytals. Αν λοιπόν υπάρχει κάποιος λόγος να ασχοληθεί και ένα «άλλο» κοινό μαζί του, αφετηρία είναι αυτός εδώ ο δίσκος, ο οποίος είχε κυκλοφορήσει το φθινόπωρο του 2009. Τον συναντάτε τώρα στο Avopolis, γιατί πρόσφατα απέκτησε διανομή από την A&N, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
Στο ηχογραφημένο μεταξύ Βερολίνου και Μιλάνου Nightbook, λοιπόν, ο Ludovico Einaudi δοκιμάζει πρώτη φορά να εισάγει ηλεκτρονικά μέρη στη μουσική του και μάλιστα το συγκεκριμένο κομμάτι το αναλαμβάνουν τα αδέρφια Lippok (To Rococo Rot, Tarwater). Δεν κατάφερα να βρω πληροφορίες για το πώς προέκυψε αυτή η συνάντηση, αλλά προφανώς είναι απόρροια της συνεργασίας τους, νωρίτερα την ίδια χρονιά, ως Whitetree. Ο Einaudi είναι ένας τυπικός κινηματογραφικός (κυρίως) συνθέτης, με φοβερή άνεση στις μελωδίες –αυτονόητο για τέτοιου είδους μουσικούς– που, στην προκειμένη περίπτωση, προσπαθεί να εξερευνήσει την ποπ φλέβα του. Η κλασική του παιδεία και η αίσθηση ευκολίας που σου δίνει ακούγοντας τις αναπτύξεις των κομματιών του είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της δουλειάς. Ειδικά το εναρκτήριο “In Principio”: ένα ambient μελωδικό θέμα, το οποίο δίνει πολύ χώρο στον Robert Lippok ώστε να απλωθεί πίσω από το πιάνο, που, όπως είναι λογικό, βρίσκεται πάντα στο προσκήνιο.
Το πρόβλημα όμως που αντιμετωπίζεις ως ακροατής βρίσκεται στις ενορχηστρώσεις, όπου ο Lippok δεν μπορεί να αποφύγει τις τυποποιημένες αρμονίες. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να προσθέσει όργανα τα οποία μπορεί να μην ηχούν παράταιρα σε επίπεδο χροιάς, γεμίζουν όμως τα γυρίσματα με ήχους που περισσότερο σε αποπροσανατολίζουν, παρά τονίζουν κάποια φράση. Ιδανικό παράδειγμα το ομότιτλο τραγούδι, όπου ο Einaudi μπουκώνει την πιο πιασάρικη μελωδία ολόκληρου του δίσκου, προσθέτοντας μια γουεστερνική μαρίμπα. Η –μόνο πιάνο– εκτέλεση που κρύβεται στο bonus track αυτής της έκδοσης επιβεβαιώνει τα προηγούμενα. Το ίδιο συμβαίνει και στο “The Tower”, το οποίο είναι, έτσι κι αλλιώς, από τις πιο φτωχές στιγμές του Nightbook. Εδώ ο Einaudi μπλέκει μάλιστα με το ηλεκτρικό πιάνο και με τους φουτουριστικούς του ήχους, απομακρύνοντάς σε απ' όσα κανονικά θα έπρεπε να προσέχεις: το «κέντρο», δηλαδή, του κομματιού.
Αντιθέτως, όταν ενορχηστρώνει έγχορδα, δείχνει καθαρά την τεράστια εμπειρία του. Δεν μπορείς έτσι παρά να κατανοήσεις καλύτερα γιατί η φετινή του ηχογράφηση στο Royal Albert Hall είναι και ο καλύτερος προσωπικός του δίσκος: είχε μαζί του κουαρτέτο εγχόρδων. Όταν λοιπόν ακούς το “Indaco” σημειώνεις την πρώτη μεγάλη στιγμή του Nightbook, ενώ μόλις φτάσεις στο “Eros” καταλαβαίνεις σε ποιο «γήπεδο» προπονείται τόσα χρόνια ο Einaudi. Η μινιμαλιστική του προσέγγιση θα θυμίσει προφανώς τον Michael Nyman και πιο συγκεκριμένα των ημερών του Kiss (1985). Εδώ τα πάντα ακούγονται έξοχα: η βιόλα με το τσέλο και η παρουσία του Lippok, ο οποίος βρίσκει για πρώτη φορά τη σωστή θέση. Μέχρι και το κύμβαλο προς το τέλος φαντάζει απαραίτητο.
Συνοψίζοντας, εδώ θα βρεις λίγες εμπνευσμένες μελωδίες, αρκετές σπουδαίες αναπτύξεις και μια ανήσυχη διάθεση για καινούργια πράγματα. Για την ώρα, εκτός των εξαιρέσεων που έχουν ήδη αναφερθεί, ο Einaudi βρίσκεται στα καλύτερά του όταν είναι αυτός και το πιάνο.
{youtube}NDz4DjrEW5s{/youtube}