Πρέπει να ομολογήσω ότι έχω ένα ζητηματάκι με τις διάφορες αναβιώσεις, μαζικά ή και πιο προσωπικά. Ιδίως με όσες περιφρονούν το σήμερα χάριν ενός (μακρινού ή κοντινού, λίγη σημασία έχει) χθες. Δεν λέω, η νοσταλγία είναι εξαιρετική ως συναίσθημα –γλυκιά, χαριτωμένη, πολλές φορές και ιδιαιτέρως αναζωογονητική. Άλλο όμως να την επικαλείσαι πού και πού ή να την ενσωματώνεις σε έναν λόγο ο οποίος έχει να πει κάτι για το εδώ και το τώρα κι άλλο να παραδίνεσαι ψυχή τε και σώματι στους παραισθησιογόνους καρπούς της.

Ο κύριος Mark Sultan, από το τιμημένο Μόντρεαλ της Καναδικής Ανατολής, φαίνεται να βρίσκεται σε μία τέτοιου είδους άρνηση του παρόντος. Μην έχοντας αυτήκοη άποψη για το βιογραφικό του –την προηγούμενη σόλο δουλειά του, δηλαδή και τα υπόλοιπα (αρκετά) project στα οποία έχει κατά καιρούς συμμετάσχει– εξάγω το συμπέρασμα αποκλειστικά από τούτο το δεύτερο προσωπικό του πόνημα. Αν και από την ολική άρνησή του να συγχρονιστεί με το σήμερα –έστω και για τους τύπους, βρε αδερφέ– μπορώ να υποθέσω ότι η παρελθοντοφιλία του δεν είναι ένα παροδικό τερτίπι, μα μία μόνιμη κατάσταση μουσικής συνείδησης.

Το $, λοιπόν, μπορεί να ειδωθεί ως μία χωροχρονική μουσική κάψουλα, προγραμματισμένη να μας μεταφέρει πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Τότε που οι πρώτοι γκαραζιέρηδες τρομοκρατούσαν τα ερτζιανά με την ωμή τους ενέργεια, το lsd γινόταν αναπόσπαστο μέρος της πρώιμης ψυχεδέλειας και οι εμπορικοί rhythm ‘n’ blues ρυθμοί συντηρούσαν ακόμη τη βαρύτητά τους στη μουσική διαπαιδαγώγηση της ανήσυχης νεολαίας. Υπό αυτό το τρισδιάστατο πρίσμα (garage rock, psychedelic και rhythm ‘n’ blues δηλαδή) βλέπει την μουσική ο Sultan και μέσω αυτού αναλύει και όσες άλλες προσλαμβάνουσες τυγχάνει να μαζέψει στην πορεία. Όπως, ας πούμε, μία διάσπαρτη punk αισθητική ή κάποιες αναφορές στους μεγάλους Velvet Underground. Η δε παραγωγή του δίσκου ακολουθεί την ίδια λογική, δίνοντας βαρύτητα σε μία βρόμικη, σκονισμένη και (ενίοτε) ωμή αναλογική χροιά της τυπικής οργανικής ύλης (ήτοι κιθάρα, τύμπανα και μπάσο).

Το όλο αποτέλεσμα (εάν βεβαίως αφήσω στην άκρη το ζήτημα της απουσίας σύγχρονου μουσικού λόγου), είναι αρκετά ικανοποιητικό. Ο Sultan βρίσκει στο $ τον τρόπο να σε βάλει με το στανιό στην χρονοκάψουλά του κι έτσι το μόνο που σου απομένει είναι να απολαύσεις (όσο γίνεται) το ταξίδι. Και τότε ανακαλύπτεις ότι δεν είναι κανένας φρίκουλας με το μυαλό σαλεμένο από τα acid, αλλά ένας ικανός τραγουδοποιός, που, όπως κι οι περισσότεροι (γενικώς), έχει κι αυτός τις εμμονές του. Οι οποίες βρίσκουν την ιδανική τους εκδοχή κυρίως στις δύο άκρες του δίσκου (στο εναρκτήριο “Icicles” και στο αποχαιρετιστήριο “Nobody But You”), αλλά και στο ενεργειακό “Catastrophe”, στο στροβιλιστό “Don’t Look Back” ή στο διαθλαστικό ψυχεδελικό blues “I Am The End”.

Τελικώς, ο Mark Sultan ποιεί pop. Άλλοτε εύκολα προσβάσιμη (σχεδόν αγαπησιάρικη), άλλοτε ελαφρώς πιο δύστροπη ή γκαζιάρικη. Πάντοτε όμως με τον δικό του τρόπο, ο οποίος, εδώ που τα λέμε, δεν πολυμπαίνει στον κόπο να αποφύγει τις ξεπατικοτούρες του από το ένδοξο παρελθόν στο οποίο αναφέρεται. Διαθέτει, ωστόσο, εμφανή τη θέληση να μην υποταχτεί στα σημεία των καιρών του και να τραγουδήσει για ό,τι και όπως ο ίδιος επιθυμεί. Έτσι, το $ σου δίνει την εντύπωση ότι είναι ο ιδανικός δίσκος ενός εμμονικού βινιλιομανή, ενός ρετρολάγνου μουσικόφιλου.

Το ζήτημα βέβαια της εισαγωγής παραμένει ως έχει και δεν παραβλέπεται εύκολα. Η ψευδαίσθηση, όμως, στην οποία υποβάλει τον ακροατή του ο Sultan, ότι δηλαδή ζούμε στο 1961 και όχι στο 2011, διαρκεί μετά βίας πενήντα λεπτά (σαν η διάρκεια να πηγαίνει αναλογικά με τη χρονική απόσταση από την εποχή αναφοράς!). Διάολε, μπορείς να αποφασίσεις ότι για πενήντα ρημαδολεπτά θα αφήσεις τα ζητήματα του τώρα και θα αφεθείς στη μηχανή του χρόνου. Το ταξίδι που προτείνεται μπορεί να μην είναι εφάμιλλο των επιρροών του, είναι όμως αρκετά ψυχαγωγικό. Και σίγουρα έχει κι αυτό τη σαγήνη του…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured