Τον αξιότιμο κύριο Benedic Lamdin, γνωστότερο ως Nostalgia 77, τον είχα σε υψηλή εκτίμηση εκεί γύρω στα 2005, όταν κυκλοφορούσε το The Garden. Θεωρώ ακόμη κι σήμερα πως ήταν ένας δίσκος, που ναι μεν εκ των υστέρων διαπίστωσα ότι απέχει απ’ ότι οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν «mindblowing», είχε όμως τη δύναμη να στρέψει ανθρώπους της γενιάς μου (όσους τώρα κοιτάζουν, με μια σχετική αμηχανία, προς τα πρώτα –άντα) σε μια jazz τροχιά ακουσμάτων. Κι όντως, η μουσική του Lamdin ως Nostalgia 77 –η οποία δεν είναι τόσο jazz, ούτε και funk, αλλά διαθέτει και μια μυρωδιά από hip hop και μπορεί έτσι να θεωρηθεί ως «nu jazz» από τους πιο indie– έμοιαζε ικανή να αποτελέσει την κερκόπορτα του κόσμου της jazz για κάποιον που πλατσουρίζει ακόμη στα ρηχά του. Πλέον, αφού έχω επιχειρήσει δυο-τρεις απλωτές στα βαθύτερα νερά, θεωρώ πως η μουσική του Lamdin παραμένει μεν ενδιαφέρουσα, αλλά –πώς να το πω– ίσως να αισθάνομαι ότι δεν πρόκειται να βρεθεί άλλη κερκόπορτα παραπέρα. Αυτή η κάπως απομυθοποιημένη εικόνα μπορεί να μην προδιαγράφει θριάμβους, εμπεριέχει όμως την καλλιτεχνική συνέπεια και την ποιότητα που δικαίως έχει οδηγήσει τον Άγγλο καλλιτέχνη στα ανώτερα στρώματα αυτού του ημιβαθούς υβριδίου της διευρυμένης nu jazz.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία είναι φανερά και στο νέο project του Benedic Lamdin, τους Skeletons. Το οποίο, για να ακριβολογώ, δεν είναι ακριβώς project (σύμφωνα με τον ίδιο τον Lamdin, «Skeletons is a made up band»), αλλά μια ευχάριστη ενασχόληση στο ενδιάμεσο των κύριων εργασιών. Αυτή η χαλαρότητα της δημιουργίας πιθανώς είναι κι ο λόγος για τον οποίο δεν θέλησε να τοποθετήσει το Smile κάτω από τη φτερούγα του Nostalgia 77 –αν και υποψιάζομαι πως, ίσως επειδή ήθελε να «σπρώξει» λιγάκι παραπάνω το δικό του label, δεν χρησιμοποίησε το ευρύτερα γνωστό alter ego του, αφού αυτό συνειρμικά οδηγεί στην Tru Thoughts. Σημειολογικώς πάντως, το Smile των Skeletons θα μπορούσε με άνεση να αποτελέσει τον νέο δίσκο των Nostalgia 77 Octet, καθώς αφενός οι περισσότεροι συμμετέχοντες αποτελούν μέλη του οκτέτου που συνοδεύει τα τελευταία χρόνια τον Ben σε live και στούντιο και, αφετέρου, τα ίδια τα θέματα από τα οποία απαρτίζεται σου δίνουν την αίσθηση ότι μετέρχονται των ίδιων (ή έστω παρόμοιων) μεθοδολογιών. Ίσως να λείπουν κάποιες αναφορές, ίσως να προστίθεται μια afro αισθητική που δεν ήταν πάντα παρούσα, πάντως οι στοχεύσεις –όπως και τα περισσότερα από τα δυνατά χαρτιά του– βρίσκονται εδώ. Τα χαλαρά και γκρουβάτα rhythm section, τα αρκετά ρυθμικά πνευστά και οι νεωτεριστικές jazzy συνδεσμολογίες με ερείσματα σε αρκετά ακόμη ιδιώματα, συνυπάρχουν με τις ευδιάκριτες αναφορές στην ethio jazz του Mulatu Astatke. Αντιστοίχως, τραγούδια σαν το “Mr. Mystery”, το “Gravel” ή το “Positive Force” συναγωνίζονται με το “Skeletons”, στο οποίο η ethio jazz επιρροή γίνεται περίπου εξόφθαλμη, ή το “Firesticks”, που στέκει κάπου ανάμεσα, θυμίζοντας τελικά περισσότερο την περσινή συνεργασία του Αιθίοπα με τους Heliocentrics. Υπάρχει βέβαια και η –ενδιαφέρουσα από μια σκοπιά– διασκευή σε μια σύνθεσή του (“Mulatu”), όπως και η συμμετοχή της Alice Russell στο “Adam And Eve” –στην εκτίναξη της καριέρας της οποίας συνέβαλλε τα μέγιστα εκείνη η διασκευή του Nostalgia 77 στο “Seven Nation Army”, πίσω στο (τιμημένο) 2005.

Αυτό που μένει προς διερεύνηση στο Smile των Skeletons (κι εδώ ο καθένας αποφασίζει διαφορετικά) είναι το κατά πόσο όλα τα παραπάνω προσβλέπουν στην ανανέωση της προσωπικής φωνής του Lamdin ή χρησιμοποιούνται απλώς με σκοπό τη διατήρησή του στη μουσική επικαιρότητα –μιας και τα τελευταία χρόνια μοιάζουν αναρίθμητα τα γκρουπ που προσθέτουν στη μουσική τους λίγα ή περισσότερα στοιχεία από την παράδοση της Αφρικής. Πάντως το Smile δεν είναι κακός δίσκος. Η, ως επί των πλείστων, uptempo διάθεσή του είναι μάλιστα πιθανό να απλώσει τα χαρμόσυνα πέπλα της πάνω και από τον δικό σας ουρανό, ιδίως εάν δεν είστε διατεθειμένοι να πολυσκεφτείτε τα πώς και τα γιατί. Προσωπική μου, όμως, εκτίμηση είναι ότι δεν προσθέτει κάτι σημαντικό στο καλλιτεχνικό προφίλ του δημιουργού του. Ίσως δε συνυπογράφει και την προαναφερθείσα «απομυθοποίηση» του Lamdin, καθώς ναι μεν εξακολουθεί να δείχνει ως ένας ταλαντούχος μουσικός, αισθάνομαι όμως ότι κάπου πελαγοδρομεί έτσι όπως αντλεί στοιχεία από διάφορα ακούσματα. Μπορεί ασφαλώς να αποτελεί τρόπο διεύρυνσης των οριζόντων, δύσκολα πάντως πετυχαίνεται η όποια εμβάθυνση. Θεωρώ, τέλος, πως για να φτάσει κάποιος να τοποθετηθεί αμετακλήτως στους κορυφαίους της γενιάς του (δίχως περιορισμούς σε τεχνοτροπίες) χρειάζεται κάτι παραπάνω από ενδιαφέροντες δίσκους. Guts θαρρώ πως το λένε στην πατρίδα του Ben…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured